ἡμερόω: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_1)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />adoucir une nature sauvage :<br /><b>1</b> apprivoiser;<br /><b>2</b> purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;<br /><b>3</b> civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἡμερόομαι-οῦμαι se concilier, subjuguer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
|btext=-ῶ :<br />adoucir une nature sauvage :<br /><b>1</b> apprivoiser;<br /><b>2</b> purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;<br /><b>3</b> civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἡμερόομαι-οῦμαι se concilier, subjuguer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἥμερος]].
}}
{{Slater
|sltr=[[ἡμερόω]] (ἁμερ- codd., v. Forssman, 41ff.) <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[pacify]] πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν [[θέναρ]], ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. [[Ἡρακλέης]]: καθάρας ἀπὸ λῃστῶν καὶ θηρίων. Σ.) (I. 4.57), cf. Wil. on Eur., Her. 20.
}}
}}

Revision as of 14:31, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμερόω Medium diacritics: ἡμερόω Low diacritics: ημερόω Capitals: ΗΜΕΡΟΩ
Transliteration A: hēmeróō Transliteration B: hēmeroō Transliteration C: imeroo Beta Code: h(mero/w

English (LSJ)

(ἥμερος)

   A tame, make tame,    1 prop. of wild beasts, Arist.HA488a29 (Pass.), Gp.16.21.2; but simply, to be pacified, Pl. R.493b (Pass.); δώροις Id.Lg.906d.    2 of plants and trees, reclaim, cultivate, ἡ. ἐξ ἀγρίων Hp.Aër.12, cf. Thphr.CP2.14.1, 5.15.6; also of land, Crates Com.55.    3 of countries, clear them of robbers and wild beasts, as Hercules and Theseus did, ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις Pi.I.4(3).57; χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην A.Eu.14; or to cultivate them, Thphr.CP5.15.6,al.    4 of men also, civilize, humanize, λόγῳ Pl.R.554d; ἁρμονίᾳ τε καὶ ῥυθμῷ ib.442a; δίκη πάντα ἡμέρωκεν τὰ ἀνθρώπινα Id.Lg.937e; τὸ θυμούμενον Eus.Mynd.1:— Pass., ὑπὸ παιδείας Pl.Lg.935a.    b tame by conquest, subdue, ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Hdt.7.5:—Med., πᾶν ἔθνος ἡμερούμενος βασιλέϊ Id.5.2, cf. 4.118:—Pass., πόθεν σου ὁ ὀφθαλμὸς ἡμέρωται; whence that crest-fallen look? Mim.Oxy.413.153.

German (Pape)

[Seite 1166] zahm machen, zähmen; von Thieren; ἡμεροῦταί τε καὶ ἀγριαίνει τὸ θρέμμα Plat. Rep. VI, 493 b; von Pflanzen und Bäumen, sie anbauen, sie durch Pflege, Pfropfen u. dgl. veredeln; auch τὴν γῆν, das Land bebauen, Theophr. – Uebertr., ein Land von wilden Thieren od. Räubern reinigen, daß es bewohnbar ist, χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Aesch. Eum. 14; von Menschen, entwildern, unterwürfig machen, οὐ πείθων οὐδ' ἡμερῶν λόγῳ Plat. Rep. VIII, 554 d, δίκη πάντα ἡμέρωκε τὰ ἀνθρώπινα Legg. XI, 937 d; pass., τὸ θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται Rep. IX, 591 b; ἡμερούμενοι τοῖς δώροις Legg. X, 906 d. – Med., Einen sich unterwerfen, τοὺς ἐμποδὼν γινομένους Her. 4, 118; auch ἔθνος τινί, 5, 2; vgl. Paus. 9, 32, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμερόω: μέλλ. -ώσω. (ἥμερος) ἐξημερώνω, ποιῶ ἥμερον, 1) κυρίως ἐπί ἀγρίων θηρίων, Πλάτ. Πολιτ. 493Β, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 1, 28. 2) ἐπί φυτῶν, καλλιεργῶ, περιποιοῦμαι, Ἱππ. Ἀέρ. 288, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 2. 14, 1: 3) ἐπί χωρῶν, καθαρίζω ἀπαλλάτων ἀπό λῃστῶν καί ἀγρίων θηρίων, ὡς ἔπραξαν ὁ Ἡρακλῆς καί ὁ Θησεύς, ναυτιλίαισι πορθμόν ἁμερώσας Πίνδ. Ι. 4. 98 (3. 75)· χθόνα ἀνήμερον τιθέντες ἡμερωμένην Αἰσχύλ. Εὐμ. 14· ἤ, καλλιεργῶ, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 5. 15, 6, κ. άλλ.· ἐπί ἀνθρώπων, ἐκπολιτίζω, μεταδίδω τὸν πολιτισμόν, Πλάτ. Νόμ. 937D, κλ. 4) ἐπί ἀνθρώπων ὡσαύτως, πραΰνω, ἀντίθ. τῷ ἀγριαίνω, λόγῳ Πλάτ. Πολ. 554D· ἁρμονίᾳ τε καί ῥυθμῷ αὐτόθι 442 Α· καί εν τῷ παθ., αὐτόθι 493Β· δώροις ἡμεροῦσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. 906D· ὑπό παιδείας αὐτόθι 935 Α. β) ὡσαύτως, ἐξημερώνω διὰ κατακτήσεως, ὑποτάσσω, ἡμερώσας δὲ Αἴγυπτον ἐξυβρίσασαν Ἡρόδ. 7. 5· καί οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ πᾶν ἔθνος ἡμερούμενον βασιλέϊ 5. 2, πρβλ. 4. 118.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
adoucir une nature sauvage :
1 apprivoiser;
2 purger de bêtes sauvages, de brigands, rendre habitable;
3 civiliser, adoucir, conquérir par la douceur, subjuguer;
Moy. ἡμερόομαι-οῦμαι se concilier, subjuguer, acc..
Étymologie: ἥμερος.

English (Slater)

ἡμερόω (ἁμερ- codd., v. Forssman, 41ff.)
   1 pacify πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: καθάρας ἀπὸ λῃστῶν καὶ θηρίων. Σ.) (I. 4.57), cf. Wil. on Eur., Her. 20.