πατέω: Difference between revisions
Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέων → Senum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[tread]]; [[fig]]., κατὰ (adv.) δ' ὅρκια πάτησαν, ‘trampled [[under]] [[foot]],’ Il. 4.157†. | |auten=[[tread]]; [[fig]]., κατὰ (adv.) δ' ὅρκια πάτησαν, ‘trampled [[under]] [[foot]],’ Il. 4.157†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>πᾰτέω</b> <br /> <b>1</b> [[walk]] εἴη σέ τε τοῦτον [[ὑψοῦ]] χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ὑποθεύσομαι ἄλλ' [[ἄλλοτε]] πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (P. 2.85) | |||
}} | }} |
Revision as of 14:41, 17 August 2017
English (LSJ)
Delph. βᾰτέω Plu.2.292e ; Aeol. μάτημι [ᾰ] Sapph.54 : (πάτος) :—
A tread, walk, π. ὁδοῖς σκολιαῖς Pi.P.2.85 ; πρὸς βωμόν A.Ag. 1298 ; ὑψοῦ π. walk on high, of a king, Pi.O. 1.115 ; π. ἐπάνω ὄφεων Ev.Luc. 10.19 :—Pass., οἱ ἔχεις πατηθέντες Porph.Abst. 1.14. II trans., tread on, tread, πόας τέρεν ἄνθος μάτεισαι Sapph. l. c.; πορφύρας πατεῖν A.Ag.957 ; δωμάτων πύλας Id.Ch.732 ; χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν holy ground, S.OC37 ; π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ' ἀμπέλω tread grapes, Hybrias(Scol. 28.4) ; ληνούς LXXNe. 13.15, cf. Apoc.19.15, Ruf. ap. Orib.5.12.1 ; also, thresh corn, π. τὰ θέρη PFlor. 150.5 (iii A.D.) ; κριθὴν καλῶς πεπατημένην POxy.988 (iii A.D.) ; π. ἐκ τοῦ χόρτου σπέρματα PFlor.388.5 (ii A.D.). 2 walk in, i.e. dwell in, frequent, Λῆμνον πατῶν S.Ph.1060 ; γαῖαν Theoc.18.20 ; π. πόντον Opp.C.2.218 ; νῶτα ἁλός AP7.532 (Isid.) ; rarely of vehicles, τὰ μὴ πατέουσιν ἅμαξαι Call. Aet. Oxy.2079.25 : metaph., εὐνὰς ἀδελφοῦ π. frequent, A.Ag.1193 ; ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησε Call.Del.248 ; οὐδ' Αἴσωπονπεπάτηκας hast not thumbed Aesop, Ar.Av.471 ; τὸν Τεισίαν . . πεπάτηκας ἀκριβῶς you have studied him carefully, Pl.Phdr. 273a :—Pass., to be hackneyed, τῇ ποιητικῇ πεπατῆσθαι Phld.Po.Herc. 1676.10 ; πεπατημένος well-worn, trite, ῥήσεις, λόγοι, Ph.2.345,444, cf. Porph. ap. Eus.PE10.3 ; τὸ πεπατημένον A.D.Pron.45.6. 3 tread under foot, trample on, τινα S.Aj. 1146, Pl.Phdr.248a, etc. ; βουλήν Ar.Eq. 166 ; πόλιν Apoc.11.2 : abs., πατοῦσι καὶ λακτίζουσι καὶ δάκνουσι Gal.16.562 : metaph., π. κλέος, τιμὰς τὰς θεῶν, A.Ag.1357, S.Ant.745 ; τὰ τοῖν θεοῖν ψηφίσματα Ar.V. 377 :—and in Pass., τὰ. . δίκαια. . λάγδην πατεῖται S.Fr.683, cf. A.Ch. 644 (lyr.), Eu.110.
German (Pape)
[Seite 534] mit Füßen treten, niedertreten; auch aus Verachtung oder Geringschätzung mit Füßen treten, ὅρκια, Il. 4, 157; ὑφ' εἵματος κρυφεὶς πατεῖν παρεῖχε τῷ θέλοντι ναυτίλων, Soph. Ai. 1146; καὶ πάντα ταῦτα λὰξ ὁρῶ πατούμενα, Aesch. Eum. 110; τιμάς γε τὰς θεῶν πατῶν, Soph. Ant. 745; τὴν δίκην, Ai. 1335; τὰ ταῖν θεαῖν ψηφίσματα, Ar. Vesp. 377; τῷ λόγῳ παρέξομεν πατεῖν, Plat. Theaet. 191 a; auch mißhandeln u. berauben, plündern, Plut. Timol. 14; Luc. oft; ὑπ' ἀλλήλων ὠθο ύμενοι καὶ πατούμενοι, Hdn. 7, 8, 13. – Einen Weg betreten, ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν, Soph. O. C. 37; χαῖρε τὴν Λῆμνον πατῶν, Eur. Phoen. 1060; εἶμ' ἐς δόμων μέλαθρα, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; sp. D., wie Theocr. 18, 20; auch διηερίην δόνακες πατέοντες ἀταρπόν, Opp. Cyn. 3, 488; übh. gehen, ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς, Pind. P. 2, 85; Aesch. Ag. 1298; Posidon. bei Ath. XII, 550 a. Uebertr. von der Zeit, εἴη σέ τε τοῦτ ον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, Pind. Ol. 1, 115, die Zeit verleben; u. wie wir etwa sagen »an den Schuhen ablaufen«, Etwas wiederholentlich thun, sich viel womit beschäftigen, ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς, οὐδ' Αἴσωπον πεπάτηκας, Ar. Av. 471; τόν γε Τισίαν πεπάτηκας ἀκριβῶς, Plat. Phaedr. 273 a; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰτέω: Αιολ. ματέω Σαπφὼ 76 Ahr., πρβλ. Ἰω. Γραμματ. 244· μέλλ. -ήσω· (πάτος). Πατῶ, περιπατῶ, βαδίζω, π. σκολιαῖς ὁδοῖς Πινδ. Π. 2. 156· πρὸς βωμὸν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1298· εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, «ὁ νοῦς· εἴη δέ σε εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, «ὁ νοῦς· εἴη δέ σε τοῦτον τὸν χρόνον, ὃν ζῶμεν, ἐν ὕψει καὶ εὐδαιμονίᾳ διαζῆν» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 1. 185· π. ἐπάνω ὄφεων Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 19. ΙΙ. μεταβ., καταπατῶ, πατῶ τι, πόας τέρεν ἄνθος πατεῖσαι Σαπφὼ ἔνθ’ ἀνωτ.· πορφύρας πατεῖν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῖν, ὃν δὲν εἶναι ὅσιον νὰ πατῇ τις, Σοφ. Ο. Κ. 37· π. τὸν ἁδὺν οἶνον ἀπ’ ἀμπέλω, πατεῖν σταφυλάς. Ὑβρίας παρ’ Ἀθην. 696Α· καὶ οὐ μὴ πατήσουσιν οἶνον εἰς τὰ ὑπολήνια Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΙϚ΄, 10)· πατεῖ τὴν ληνὸν τοῦ οἴνου Ἀποκάλυψ. ΙΘ΄, 15: ― ἐν Αἰσχύλ. Χο. 732, ἀντὶ πατεῖν δωμάτων πύλας, ὁ Paley προτείνει πέλας. 2) περιπατῶ ἐντός τινος, κατοικῶ, συχνάζω τι, Λῆμνον πατῶν Σοφ. Φιλ. 1060· γαῖαν Θεόκρ. 18. 20· καὶ μεταγεν., π. πόντων Ὀππ. Κυνηγ. 2. 218· νῶτα ἁλὸς Ἀνθ. Π. 7. 532· ― μεταφορ. ὡς τὸ Λατ. terere, εὐνὰς π., συχνάζω εἰς .., μεταχειρίζομαι, μεταχειρίζομαι ἀπρεπῶς, εὐνὰς ἀδελφοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 1193· ἐμεῖο δέμνιον οὐκ ἐπάτησας Καλλ. εἰς Δῆλ. 248· ἀμαθὴς γὰρ ἔφυς κοὐ πολυπράγμων, οὐδ’ Αἴσωπον πεπάτηκας, οὐδὲ τὸν Αἴσωπον ἀνέγνως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471· τὸν Τισίαν .. πεπάτηκας ἀκριβῶς, ἔχεις σπουδάσῃ αὐτὸν ἐπιμελῶς, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α. ― Παθητ., πεπατημένος, λίαν συνήθης, λέξις Φωτ. Βιβλ. 90. 25. 3) καταπατῶ, «τσαλαπατῶ», τινα Σοφ. Αἴ. 1144, Πλάτ. Φαῖδρ. 248Α, κτλ.· βουλὴν Ἀριστοφ. Ἱππ. 166· μεταφορ. (περὶ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως ὅρα καταπατέω), π. κλέος, τιμάς, δίκαια Αἰσχύλ. Ἀγ. 1357, Σοφ. Ἀντ. 745, Ἀποσπ. 606· τὰ τῶν θεῶν ψηφίσματα Ἀριστοφ. Σφ. 377· καὶ ἐν τῷ παθητ., τὸ θέμις λὰξ πέδον πατούμενον Αἰσχύλ. Χο. 644, πρβλ. Εὐμ. 110, Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχων 1. 14· πρβλ. ἐμπεριπατέω ΙΙ. 4) λεηλατῶ, διαρπάζω, πόλιν ... τῶν Ἑλληνίδων τὴν πρώτην πατήσαντες Ἡλιοδ. Αἰθ. σ. 168, ἔνθα ὁ Κοραῆς (ἐν τ. β΄ σελ. 166) σημειοῦται: «πατήσαντες· σημείωσαι τὸ τῆς κοινῆς συνηθείας., φαμὲν γάρ, οἱ κλέπται ἐπάτησαν τὴν πόλιν, τὸ χωρίον, τὸν οἶκον κτλ.». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 290.
French (Bailly abrégé)
1d’ord. au Moy. πατέομαι.
Étymologie: R. Πα, nourrir ; cf. lat. pascor, pabulum, etc.
2-ῶ :
I. fouler aux pieds au propre et au figuré acc.;
II. particul. fouler le sol, d’où
1 intr. s’avancer, marcher : πρὸς βωμόν ESCHL vers l’autel;
2 tr. fouler en marchant, mettre le pied sur : δωμάτων πύλας ESCHL, χώρον SOPH sur le seuil d’une maison, sur le sol d’un pays.
Étymologie: DELG pê πάτος, apparenté pê à πόντος.
English (Autenrieth)
tread; fig., κατὰ (adv.) δ' ὅρκια πάτησαν, ‘trampled under foot,’ Il. 4.157†.
English (Slater)
πᾰτέω
1 walk εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν (O. 1.115) ὑποθεύσομαι ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς (P. 2.85)