σιγάω: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐσίγων, <i>f.</i> σιγήσομαι, <i>réc.</i> σιγήσω, <i>ao.</i> ἐσίγησα, <i>pf.</i> σεσίγηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιγηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιγήθην, <i>pf.</i> σεσίγημαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, garder le silence : [[σίγα]] silence ! tais-toi ! σιγᾶν [[περί]] τινος se taire au sujet de qch ; [[πρός]] τινα à l’égard de qqn ; [[πρός]] [[τι]] à l’égard de qch ; σιγᾶν σιώπην EUR garder le silence, rester silencieux;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, garder secret, acc. ; <i>Pass.</i> être tu, être gardé secret;<br /><b>2</b> rendre silencieux ; <i>Pass.</i> devenir silencieux.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> ἐσίγων, <i>f.</i> σιγήσομαι, <i>réc.</i> σιγήσω, <i>ao.</i> ἐσίγησα, <i>pf.</i> σεσίγηκα;<br /><i>Pass. f.</i> σιγηθήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιγήθην, <i>pf.</i> σεσίγημαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> se taire, garder le silence : [[σίγα]] silence ! tais-toi ! σιγᾶν [[περί]] τινος se taire au sujet de qch ; [[πρός]] τινα à l’égard de qqn ; [[πρός]] [[τι]] à l’égard de qch ; σιγᾶν σιώπην EUR garder le silence, rester silencieux;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> taire, garder secret, acc. ; <i>Pass.</i> être tu, être gardé secret;<br /><b>2</b> rendre silencieux ; <i>Pass.</i> devenir silencieux.<br />'''Étymologie:''' [[σιγή]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ςῑγάω</b> ([[σιγᾷ]]; σιγῷμι; σιγάτω; σιγᾶν: [[pass]]. σιγαθέν: σεσιγαμένον.) <br /> <b>a</b> abs., be [[silent]] καὶ τὸ σιγᾶν [[πολλάκις]] ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18) <br /> <b>b</b> c. acc., [[keep]] [[silent]] [[about]] [[ἄνευ]] δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.103) Ζεῦ πάτερ, [[τῶν]] μὰν [[ἔραται]] φρενί, [[σιγᾷ]] οἱ [[στόμα]] (N. 10.29) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν [[μηδὲ]] τούσδ ὕμνους (I. 2.44) τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι [[πάμπαν]] fr. 81 ad Δ. 2. θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν [[ἔργον]] (Barnes: δ' ἐπιταθὲν codd.) fr. 121. 4. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
Dor. 2sg.
A σιγῇς Ar.Ach.778; Cyrenaic inf. σιγέν Berl.Sitzb. 1927.170; 1sg. opt. σιγῷμ (ι) E.Hipp.336: fut. -ήσομαι S.OC113, 980, E.Ba.801, Ar.Av.1684, etc.; later -ήσω AP9.27 (Arch. or Parmen.), D.Chr.37.42, Charito 1.10: pf. σεσίγηκα Aeschin.3.218:— Pass., fut. σιγηθήσομαι E.IT1076; σεσιγήσομαι Pl.Ep.311c: aor. ἐσιγήθην E.Supp.298, Aeschin.2.86: pf. σεσίγημαι (v. infr.): (σιγή):— keep silence, used by Hom. only in imper. σίγα, hush! be still! Il.14.90, Od.17.393; σιγᾶν h.Merc.93, Hdt.8.61,110; but freq.in Pi., Trag., and Att., as Pi.N.10.29, A.Pr.200, etc.; σ. περί τινος E.Hipp.312; πρὸς οὓς δεῖ Pl.Phdr.276a; πρὸς τοῦτο, ἐν τούτῳ, X.Cyr.5.5.20, An.5.6.27. 2 metaph. of things, σιγῶν δ' ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῦντ' . . ἀμαθύνει A.Eu.935 (anap.); σύριγγες οὐ σιγῶσιν Id.Supp.181; σίγησε δ' αἰθήρ E.Ba.1084; σ. πόντος, σ. ἀῆται, ἁ δ' ἐμὰ οὐ σ. ἀνία Theoc.2.38:—in E.Fr.781.13, τὰ σιγῶντ' ὀνόματ' . . δαιμόνων seems to be = τὰ ἄρρητα, secret, mystical:—Pass., μέμψομαι σιωπὴν ὡς ἐσιλγήθη κακῶς I shall impute as a fault that silence was kept, Id.Supp.298; also τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; why is it all silent? Id.Alc.78; σιγῶντα λέγειν, λέγοντα σιγᾶν, phrases illustrating a logical fallacy, Pl.Euthd. 300b, Arist.SE166a13. II trans., hold silent, keep secret, Pi.Fr. 81, A.Pr.106,441, Ag.36, Hdt.7.104 (s. v. l.), etc.:—Pass., to be kept silent or secret, σεσιγαμένον χρῆμα Pi.O.9.103; ὁ θάνατος . . ἐσιγήθη Hdt.5.21; σιγώμενος S.Fr.653; ἐσιγάθη δ' ἂν ὑφορβός would never have been heard of, Theoc.16.54.
German (Pape)
[Seite 878] fut. σιγήσομαι, Soph. O. C. 113. 984, Eur. Phoen. 915 u. öfter, Ar. Pax 102 u. sonst, – schweigen, nicht von Etwas reden, es nicht mittheilen (vgl. σιωπάω); Hom., der aber nur den imper. σίγα, schweig! still! braucht, Il. 14, 90 Od. 17, 393. 19, 42; bei Folgdn theils intrans., theils c. accus., verschweigen, u. dah. pass.; σιγᾷ οἱ στόμα, Pind. N. 10, 29; σεσιγαμένον χρῆμα, Ol. 9, 103; u. Tragg.: οὔτε σιγᾶν, οὔτε μὴ σιγᾶν τύχας οἷόν τέ μοι τάσδ' ἐστί, Aesch. Prom. 106; σιγᾶν θ' ὅπου δεῖ καὶ λέγειν τὰ καίρια, Ag. 575; σιγᾶν ἄνωγα, Soph. El. 1450; σιγᾶν καὶ κρύπ τειν νόσον, Eur. Hipp. 394; ῥητὸν ἢ σιγώμενον, I. T. 938; τί σεσίγηιαι δόμος Ἀδμήτου; Alc. 79; ἐξ ἐμοῦ γε πάντα σιγηθήσεται, I. T. 1076; Hipp. 1430; Ar. oft; u. in Prosa: ὁρᾷς, ὅτι σιγᾷς καὶ οὐκ ἔχεις εἰπεῖν, Plat. Apol. 24 d; σιγῶν καὶ ἡσυχίαν ἄγων, 37 e; μηδὲ σιγῶντα, ἀλλὰ θορύβου μεστά, Legg. IX, 876 b; οὐδ' εἰς τὸν ἔπειτα χρόνον σιγηθήσεται, Ep. II, 310 e; καὶ οἱ λόγοι οεσιγήσονται, 311 b; σιγήσας ἡνίκ' έδει λέγειν, Dem. 18, 189; σεσίγηται τὸ κάλλιστον κήρυγμα, ist verstummt, Aesch. 3, 4; auch = aufhören zu reden; u. bei Sp. überh. aufhören, ruhen, σιγῶσι δ' όίστοί, Tryph. 428.
Greek (Liddell-Scott)
σῑγάω: μέλλ. -ήσομαι παρὰ τοῖς δοκίμοις, οἷον Σοφ. Ο. Κ. 113, 980, Ευρ. Βάκχ. 880, κτλ.· παρὰ μεταγεν. -ήσω Ἀνθ. Π. 9. 27, Δίων Χρ. (πρβλ. σιωπάω)· -πρκμ. σεσίγηκα Αἰσχίν. 85. 9. - Παθ., μέλλ. σιγηθήσομαι Εὐρ. Ι.Τ. 1076· σεσιγήσομαι Πλάτ. Ἐπιστ. 311C· ἀόρ. ἐσιγήθην Εὐρ. Ἱκέτ. 298, Αἰσχίν. 39. 28· πρκμ. σεσίγημαι, ἴδε κατωτ.· (σιγή). Εἶμαι σιωπηλὸς ἢ ἥσυχος, σιωπῶ, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῇ προστ. σίγα, σιώπα, ἡσύχαζε! Ἰλ. Ξ. 90, Ὀδ. Ρ. 203· σιγᾶν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 93, Ἡρόδ. 8. 61, 110· ἀλλὰ συχν. παρὰ Πινδ. ἐν Ν. 10. 53, Αἰσχύλ. Πρ. 198, κτλ.· σ. περί τινος Εὐρ. Ἱππ. 312, πρός τινα Πλάτ. Φαῖδρ. 276Α· πρός τι, ἔν τινι Ξεν. Κύρ. 5. 5, 20, Ἀνάβ. 5. 6, 27. 2) μεταφορ. ἐπὶ πραγμάτων, σιγῶν δ’ ὄλεθρος καὶ μέγα φωνοῦντ’.. ἀμαθύνει Αἰσχύλ. Εὐμ. Βάκχ. 1084· σ. πόντος, σ. ἀῆται, ἁ δ’ ἐμὰ οὐ σ. ἀνία Θεόκρ. 2. 38· - ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 13, τὰ σιγῶντ’ ὀνόματ’ .. δαιμόνων φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ ἄρρητα, μυστικά, μυστηριώδη. - Παθ., μέμψομαι σιωπήν ὡς ἐσιγήθη κακῶς, ἔνθα τῷ σιωπὴ ἐσιγήθη ἐλήφθη ἔκ τινος συντάξεως τοῦ ἐνεργ, μετὰ συστοίχ. αἰτ., σιγᾶν σιωπὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 298· ὡσαύτως, τί σεσίγηται δόμος Ἀδμήτου; διὰ τί ὑπάρχει σιωπή..; σχεδὸν ὡς τὸ τί σιγᾷ; ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 78. Ἴδε τὸ σόφισμα ὅπερ προκύπτει ἐκ τῆς χρήσεως τοῦ σιγᾶν ἐν σχέσει πρὸς τὸν λόγον καὶ ἐν σχέσει πρὸς τὸν ἦχον, Πλάτ. Εὐθύδ. 300Β, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 4. 4. ΙΙ. μεταβ., σιωπῶ τι, φυλάττω τι μυστικόν, Ἡρόδ. 7. 104, Πίνδ. Ἀποσπ. 49, Αἰσχύλ. Πρ. 106, 441, Ἀγ. 36, κτλ. - Παθ., τηροῦμαι ἐν σιγῇ ἢ μυστικός, Λατ. taceri, σεσιγαμένον χρῆμα Πινδ. Ο. 9. 156 (ἴδε ἐν λ. σκαιὸς ΙΙ. 2)· ὁ θάνατος.. ἐσιγήθη Ἡρόδ. 5. 21· σιγώμενος Σοφ. Ἀποσπ. 585, Εὐρ., Πλάτ., κλπ. -Ὁ κανὼν καθ’ ὃν τὸ σιγάω εἶναι ἀείποτε ἀμετάβ., ἐν ᾧ τὸ σιωπάω εἶναι καὶ μεταβ., ἐπαρκῶς ἀναιρεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων τῶν μνημονευομένων ἐν ἑκατέρᾳ λέξει· πρβλ. τὸ Λατ. sileo, taceo, ὧν ἑκάτερον κεῖται ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν ἐννοιῶν.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ἐσίγων, f. σιγήσομαι, réc. σιγήσω, ao. ἐσίγησα, pf. σεσίγηκα;
Pass. f. σιγηθήσομαι, ao. ἐσιγήθην, pf. σεσίγημαι;
I. intr. se taire, garder le silence : σίγα silence ! tais-toi ! σιγᾶν περί τινος se taire au sujet de qch ; πρός τινα à l’égard de qqn ; πρός τι à l’égard de qch ; σιγᾶν σιώπην EUR garder le silence, rester silencieux;
II. tr. 1 taire, garder secret, acc. ; Pass. être tu, être gardé secret;
2 rendre silencieux ; Pass. devenir silencieux.
Étymologie: σιγή.
English (Slater)
ςῑγάω (σιγᾷ; σιγῷμι; σιγάτω; σιγᾶν: pass. σιγαθέν: σεσιγαμένον.)
a abs., be silent καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι (N. 5.18)
b c. acc., keep silent about ἄνευ δὲ θεοῦ σεσιγαμένον οὐ σκαιότερον χρῆμ' ἕκαστον (O. 9.103) Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (N. 10.29) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν μηδὲ τούσδ ὕμνους (I. 2.44) τὸ δὲ μὴ Δὶ φίλτερον σιγῷμι πάμπαν fr. 81 ad Δ. 2. θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον (Barnes: δ' ἐπιταθὲν codd.) fr. 121. 4.