ἐρημία: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
(Bailly1_2)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu solitaire, désert;<br /><b>2</b> état d’une personne qui vit seule, solitude, isolement;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> vide, absence <i>ou</i> privation de : δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι XÉN s’avancer sans rencontrer d’ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> lieu solitaire, désert;<br /><b>2</b> état d’une personne qui vit seule, solitude, isolement;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> vide, absence <i>ou</i> privation de : δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι XÉN s’avancer sans rencontrer d’ennemis.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρημος]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἔρημος]]; [[solitude]] (concretely): [[desert]], [[wilderness]].
}}
}}

Revision as of 17:45, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρημία Medium diacritics: ἐρημία Low diacritics: ερημία Capitals: ΕΡΗΜΙΑ
Transliteration A: erēmía Transliteration B: erēmia Transliteration C: erimia Beta Code: e)rhmi/a

English (LSJ)

ἡ,    I of places, a solitude, desert, wilderness, Hdt.3.98, A.Pr.2, etc. ; ἡ Σκυθῶν ἐ. Ar.Ach.704 ; ἀφίκετ' εἰς ἐ. Id.Lys.787 ; ἕρπει εἰς τὰς ἐρημίας to solitary places, Arist.HA610b24, etc.    II as a state or condition, solitude, loneliness, ἐρημίαν ἄγειν, to keep alone, E.Med.50 ; μονάδ' ἔχουσ' ἐ. Id.Ba.609 (troch.) ; ἐρημίας τυχών Id.El.510 ; ἐν ἐρημίᾳ ἐλοιδοροῦντο Antipho 2.1.4 ; of persons, isolation, destitution, S.OC957, Lys.18.25 ; πολλὴν ἡμῶν ἐ. καταγνόντες Is.1.2 ; δι' ἐρημίαν from being left alone, Th.1.71, cf. 3.67 ; ἐρημίας ἐπειλημμένοι D.3.27 ; εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐ. Men.39.    b of places, desolation, ἐρημίᾳ δοῦναί τι E.Tr.97 ; ἐρημία..πόλιν ὅταν λάβῃ ib.26 ; ἀτριβὴς ὑπ' ἐρημίας Th.4.8.    2 c. gen., want of, absence, φίλων X.Mem. 2.2.14 ; ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν, E.Hec.1017,Ba.875 (lyr., pl.), Th. 6.102 ; λύχνων Ar.Av.1484 (lyr.), etc. ; δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος without finding any enemy, X.HG3.4.21 ; τὴν ἐ. τῶν κωλυσόντων ὁρῶν seeing that there would be none to hinder him, D.4.49 ; ἐ. σώματος, = κενόν, Zeno Stoic.1.26 ; even ἐ. κακῶν freedom from evil, E. HF1157.

German (Pape)

[Seite 1026] ἡ, Einöde, einsamer Ort, Wüstenei, ἄβατος Aesch. Prom. 2; Eur. Cycl. 622; Σκυθῶν Ar. Ach. 704 Lys. 788; Einsamkeit, Verlassenheit, Hülflosigkeit, ἐρημία με σμικρὸν τίθησι Soph. O. C. 961; ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, einsam, verlassen sein, Eur. Med. 50 Bacch. 609; ἐρημίᾳ δοῦναι, verwüsten, Tr. 95; vom Verwais'ten, Hülflosen, Is. 1, 3. 2, 12. 13; δι' ἐρημίαν ἄλλοις προσιόντες Thuc. 1, 71, vgl. 3, 67; νῆσος ἀτριβὴς πᾶσα ὑπ' ἐρημίας 4, 8; ἐν ἀνδρῶν ἐρημίᾳ, Mangel an Menschen, 6, 102, wie Plat. Legg. III, 694 e; νέων I, 635 a; φίλων Phaedr. 232 d, wie Xen. Mem. 2, 2, 14; λύχνων Ar. Av. 1484; ἡδομένα βροτῶν ἐρημίαις Eur. Bacch. 875; διὰ πενίαν καὶ ἐρημίαν τοῦ δεσπότου Plat. Rep. VI, 495 e; ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὑρω μολών, Freiheit von Unglück, Eur. Herc. f. 1017; τῆς τῶν ἐναντιωσομένων ἐρημίας ἀπολαύων, sich die Abwesenheit der Gegner zu Nutze machend, Dem. 13, 19; – ἡ ἀπ' ἀλλήλων ἐρημία Ael. H. A. 1, 46, vgl. 6, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρημία: ἡ, Ι. ἐπὶ τόπων, ἐρημία, τόπος ἀκατοίκητος, ἔρημος, Ἡρόδ. 3. 98, Αἰσχύλ. Πρ. 2, κτλ.· ἡ Σκυθῶν ἐρημία (παροιμ. ἐκ τοῦ Ἡροδ. 4. 17 κἑξ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 704· ἀφίκετ’ εἰς ἔρ. ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 787· ἕρπειν εἰς ἐρημίας, εἰς ἔρημα, μοναχικὰ μέρη, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 3, 2, κτλ. ΙΙ. ὡς κατάστασις, «μοναξιά», τὸ νὰ εἶναί τις μόνος, ἐρημίαν ἄγειν, ἔχειν, διατελεῖν ἐν ἐρημίᾳ, ζῆν βίον μονήρη Εὐρ. Μήδ. 50, Βάκχ. 609· ἐρημίας τυχεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 510· ἐν ἐρημίᾳ ἐλοιδοροῦντο Ἀντιφῶν 115. 19· ἐπὶ προσώπων, ἀπομόνωσις, ἐγκατάλειψις, Σοφ. Ο. Κ. 957, Λυσ. 151. 30, Ἰσαῖος 35. 12, κτλ.· δι’ ἐρημίαν, δι’ ἔλλειψιν δηλ. συμμαχίας, Θουκ. 1. 71, πρβλ. 5. 67· ἐρημίας ἐπειλημμένοι Δημ. 36. 2· εὑρετικὸν εἶναί φασι τὴν ἐρημίαν Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 4. β) ἐπὶ τόπων, ἐρήμωσις, Λατ. vastitas, ἐρημίαν γὰρ πόλιν ὅταν λάβῃ κακή, ὅταν κατερημωθῇ παντελῶς πόλις τις, Εὐρ. Τρῳ. 26 ἐρημίᾳ δούς, ἐρημώσας, καταστρέψας, αὐτόθι 95· ἀτριβὴς ὑπ’ ἐρημίας Θουκ. 4. 8. 2) μετὰ γεν., ἔλλειψίς τινος, ἀπουσία, φίλων Ξεν. Ἀπομν. 2. 2. 14· ἀρσένων, βροτῶν, ἀνδρῶν Εὐρ. Ἑκ. 1017, Βάκχ. 875, Θουκ. 6. 102· λύχνων Ἀριστοφ. Ὄρν. 1484, κτλ.· δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι, ἄνευ συναντήσεως πολεμίων, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 21· τὴν ἐρ. ὁρῶν τῶν κωλυσόντων, βλέπων ὅτι οὐδεὶς ὑπῆρχεν ὅστις νὰ τὸν ἐμποδίσῃ, Δημ. 54. 10· ἔτι δέ, ἐρημία κακῶν, ἀπαλλαγή, ποῖ κακῶν ἐρημίαν εὕρω; Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 1157.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 lieu solitaire, désert;
2 état d’une personne qui vit seule, solitude, isolement;
3 en gén. vide, absence ou privation de : δι’ ἐρημίας πολεμίων πορεύεσθαι XÉN s’avancer sans rencontrer d’ennemis.
Étymologie: ἔρημος.

English (Strong)

from ἔρημος; solitude (concretely): desert, wilderness.