συναρπάζω: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(Bailly1_5)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>au propre</i> :<br /><b>1</b> se saisir plusieurs ensemble de, acc.;<br /><b>2</b> se saisir de plusieurs personnes <i>ou</i> de plusieurs choses ensemble, enlever tout à la fois;<br /><b>3</b> saisir pour réunir, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> captiver;<br /><b>2</b> saisir vivement par l’esprit : σ. τὸ ζητούμενον LUC s’emparer de la conclusion même qu’on recherche, <i>càd</i> faire une pétition de principe.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρπάζω]].
|btext=<b>I.</b> <i>au propre</i> :<br /><b>1</b> se saisir plusieurs ensemble de, acc.;<br /><b>2</b> se saisir de plusieurs personnes <i>ou</i> de plusieurs choses ensemble, enlever tout à la fois;<br /><b>3</b> saisir pour réunir, acc.;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i><br /><b>1</b> captiver;<br /><b>2</b> saisir vivement par l’esprit : σ. τὸ ζητούμενον LUC s’emparer de la conclusion même qu’on recherche, <i>càd</i> faire une pétition de principe.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρπάζω]].
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[σύν]] and [[ἁρπάζω]]; to [[snatch]] [[together]], i.e. [[seize]]: [[catch]].
}}
}}

Revision as of 17:46, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρπάζω Medium diacritics: συναρπάζω Low diacritics: συναρπάζω Capitals: ΣΥΝΑΡΠΑΖΩ
Transliteration A: synarpázō Transliteration B: synarpazō Transliteration C: synarpazo Beta Code: sunarpa/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω E.IA535, Luc.DDeor.8.1, -άσομαι Ar.Lys. 437, Xenarch.8:—snatch and carry away with one, carry clean away, S.OC819, E.Or.1493 (lyr.), X.Mem.1.4.8, PSI4.353.12 (iii B.C.), Gal.6.301, etc.; ξ. [τινὰ] βίᾳ A.Pers.195; βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ σ. τινάς Lys.3.46, cf. 12.96; πάντα σ. ὥσπερ θύελλα S.El.1150; ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ. X.Cyr.4.2.26; ἀετὸς τὸν λαγὼ σ. ib.2.4.19; seize and retain, οὐ δύνανται συναρπάζειν αἱ μῆτραι τὸν γόνον Hp.Aër.21: metaph., carry away with one (by persuasive arguments), ξυναρπάσας στρατόν E.IA531, cf. Call.Epigr.32.5, Longin.16.2, Gal.UP3.10; οὐδένα ὑμῶν συναρπάζω I am not 'rushing' you, Diog.Oen.24; σ. ἑαυτὸν εἰς τὸ ἄνω, of mystical union with the One, Plot.5.3.4:—Pass., to be seized and carried off, βία ξυναρπασθεῖσαν S.Aj.498; σ. βουκόλων ὕπο Id.Fr.659; by death, Phld.Mort.37.    2 ξ. Χεῖρας seize and pin them together, E.Hec.1163, cf. Lys.Fr.75.4:—Med., ξ. τινὰ μέσον, of a wrestler, Ar.Lys.437.    3 metaph., ξ. φρενί seize with the mind, grasp, S.Aj.16, cf. Ar.Nu.775; τὸ ῥηθέν Simyl. ap. Stob.4.18.4; σ. τὸ ζητούμενον, in arguing, to be guilty of a petitio principii, Luc. JTr.38, S.E.P.2.35, etc.; so συνήρπασται εἰς κτητικὴν σύνταξιν is hastily concluded to have a possessive force, A.D.Synt.165.9.    4 carry away, destroy all traces of, τι Luc.Dom.16.    5 Pass., of persons, συνηρπασμένοι having been robbed, PRyl.119.28 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1004] (s. ὰρπάζω), mit od. zusammen rauben, fortreißen; χεροῖν ἔντη δίφρου διασπαράττει καὶ ξυναρπάζει βίᾳ, Aesch. Pers. 191; βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Ἀργείων ὕπο, Soph. Ai. 493; O. C. 823; πάντα γὰρ συναρπάσας θύελλ' ὅπως βέβηκας, El. 1139; übertr. ὡς εὐμαθές σου φώνημ' ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενί, Ai. 16, schnell auffassen, verstehen; σκύμνον οἶά νιν ἐν χεροῖν ὀρείαν ξυνήρπασαν Eur. Or. 1493, u. öfter; Ar. Nubb. 765; auch med., ξυναρπάσασθαί τινα μέσον, Lys. 437; ergreifen, Pol. 5, 41, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συναρπάζω: μέλλ. -άσω Λουκ., κλπ., ― -άσομαι Ἀριστοφ. Λυσ. 437, Ξέναρχ. ἐν «Πορφύρᾳ» 2. Ἁρπάζω ὁμοῦ καὶ ἐν σπουδῇ, παίδοιν δυοῖν σοι τὴν μὲν ἀρτίως ἐγὼ ξυναρπάσας ἔπεμψα, τὴν δ’ ἔξω τάχα Σοφ. Ο. Κ. 819, Εὐρ., Ξεν., κλπ.· ξ. τινὰ βίᾳ Αἰσχύλ. Πέρσ. 195· σ. τινὰ βίᾳ ἐκ τῆς ὁδοῦ Λυσί. 100. 28, πρβλ. 129. 12· σ. πάντα ὥσπερ θύελλα Σοφ. Ἠλ. 1150· ὁ κρατῶν ἅμα πάντα σ. Ξεν. Κύρ. 4. 2, 26· ἀετὸς τὸν λαγὼ σ. αὐτόθι 2. 4, 19· σ. γόνον Ἰππ. περὶ Ἀέρ. 292· μεταβατ., καταπείθω ἐκ συναρπαγῆς, συναρπάξας στρατὸν Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 531, πρβλ. Καλλ. Ἐπιγράμμ. 31. 5, Λογγῖν. 16. 2, κτλ. ― Παθητ., ἁρπάζομαι καὶ φέρομαι μακράν, βίᾳ ξυναρπασθεῖσαν Σοφ. Αἴ. 498· ξ. βουκόλων ὕπο ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 587. 2) ξ. χεῖρας, ἁρπάζω καὶ δένω αὐτὰς ὁμοῦ, Εὐρ. Ἑκ. 1163, πρβλ. Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4. ― Μέσ., σ. τινα μέσον, ἐπὶ παλαιστοῦ, Ἀριστοφ. Λυσ. 437. 3) μεταφορ., ταχέως ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω ἀμέσως, κατανοῶ εὐθύς, φώνημ’ ἀκούω καὶ ξυναρπάζω φρενὶ Σοφ. Αἴ. 16, Ἀριστοφ. Νεφ. 775· τὸ ῥηθὲν Σίμυλος παρὰ Στοβ. 378. 23· σ. τὸ ζητούμενον, ἐν συζητήσει, ὑποπίπτω εἰς τὸ σφάλμα νὰ λαμβάνω ὡς ἀποδεδειγμένον τὸ ζητούμενον (petitio principii) Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 38, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 35, κτλ.· σ. τὰ φαινόμενα αὐτόθι 1. 90. 4) ἁρπάζω καὶ φθείρω, καταστρέφω, ἐξαλείφω πᾶν ἴχνος πράγματός τινος, τι Λουκ. π. Οἴκου 16, Ρήτορες (Walz) 5. 518, 519, κτλ.

French (Bailly abrégé)

I. au propre :
1 se saisir plusieurs ensemble de, acc.;
2 se saisir de plusieurs personnes ou de plusieurs choses ensemble, enlever tout à la fois;
3 saisir pour réunir, acc.;
II. fig.
1 captiver;
2 saisir vivement par l’esprit : σ. τὸ ζητούμενον LUC s’emparer de la conclusion même qu’on recherche, càd faire une pétition de principe.
Étymologie: σύν, ἁρπάζω.

English (Strong)

from σύν and ἁρπάζω; to snatch together, i.e. seize: catch.