ἄδηλος: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(strοng) |
(T22) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from Α (as a [[negative]] [[particle]]) and [[δῆλος]]; [[hidden]], [[figuratively]], [[indistinct]]: [[appear]] [[not]], [[uncertain]]. | |strgr=from Α (as a [[negative]] [[particle]]) and [[δῆλος]]; [[hidden]], [[figuratively]], [[indistinct]]: [[appear]] [[not]], [[uncertain]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=([[δῆλος]]), [[not]] [[manifest]]: [[indistinct]], [[uncertain]], [[obscure]]: [[φωνή]], [[Hesiod]] [[down]].) (Cf. [[δῆλος]], at the [[end]]; Schmidt, [[chapter]] 130.) | |||
}} | }} |
Revision as of 18:09, 28 August 2017
English (LSJ)
ον,
A unseen, invisible, of a fish, ποιεῖν ἑαυτὸν ἄ. Arist.HA620b31; ἄ. χιτών, of the hyaloid membrane of the eye, [Gal.]14.712; unknown, obscure, Hes.Op.6; τὸν ἄ. ἄνδρα . . ἰχνεύειν S.OT475; ἐὰν δὲ . . ἄ. ὁ κτείνας ᾖ Pl Lg.874a; of troops, ἄ. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.6.3.13; εἰς τὸ ἄ. ἀποκρύπτειν Id.Eq.Mag.5.7. II mostly of things, ἄ. θάνατοι death by an unknown hand, S.OT496; ἄ. ἔχθρα secret enmity, Th. 8.108; ῥεῖ πᾶν ἄδηλον melts all to nothing, S.Tr.698; inscrutable, E.Or.1318. b neut., ἄδηλόν [ἐστι] εἰ . . it is uncertain whether... Pl.Phdr.232e, al.; ἄ. μή . . Id.Phd.91d: abs., ἄ. ὄν Th.1.2; ἐν ἀδήλῳ εἶναι Antipho 5.6; ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι X.HG7.5.8; ἐξ ἀδήλου ἔρχεται [σελήνη] S.Fr.871.5; also ἄ. agreeing with the subject (like δίκαιός εἰμι) , παῖδες ἄ. ὁποτέρων, = ἄδηλον ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, Lys. 1.33; ἀδήλοις . . πῶς ἀποβήσεται, = ἃ ἄ. ἐστι πῶς ἀ., Arist.EN1112b9, cf. X.Mem.1.1.6. 2 not evident to sense, ὄψις τῶν ἀ. τὰ φαινόμενα Anaxag.21a, cf. Epicur.Ep.1p.6U.; opp. φανερόν, Phld.Sign.6, al.; opp. ἐναργές, ib.14, cf. Diog.Oen.8. 3 unintelligible, φωνή 1 Ep.Cor.14.8. 4 unproved, Stoic.2.89. III Adv. -λως secretly, Th.1.92, etc.: Sup. -ότατα Id.7.50.
German (Pape)
[Seite 33] unbekannt, Seph. ἀνήρ O. R. 475; θάνατος 496, verborgen. Ggstz τὰ φανέντα Ai. 632; γνώμη, unsicher, unglaubwürdig, O. R. 608. – In Prosa: unsichtbar, ἀφανισθεῖσα ἄδηλος γίνεται Plat. Rep. IV, 432 b; gew. unbekannt, oft im neutr., es ist unbekannt, ungewiß, mit folgdm εἰ, Phaedr. 232 e; od. einem Fragworte, ἄδηλον ὄν (da unsicher war), ὁπότε τις ἀφαιρήσεται Thuc. 1, 2; οὕστινας ὠφέληκε Plat. Gorg. 511 e; ὅπως ἀποβήσοιτο Xen. Mem. 1, 1, 6; – c. partic., οὐκ ἄδηλος ἦν ὁ κόσμος λυθησόμενος, es war offenbar, daß er, Isocr. 12, 116; – unmerklich, Plat. Polit. 270 e; Menex-249 a. – Adv. ἀδήλως, nicht offenbar, im Geheimen, Thuc. 1, 92 ἄχθομαι, wie Plut. Them. 19 χαλεπαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδηλος: -ον, ὁ μὴ βλεπόμενος ἢ γινωσκόμενος, ὅθεν ἄγνωστος, ἀφανής, ἄσημος, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 6 (πρβλ. ἀρίζηλος)· τὸν ἄδ. ἄνδρα … ἰχνεύειν, Σοφ. Ο. Τ. 475· ἐὰν δὲ … ἄδ. ὁ κτείνας ᾖ, Πλάτ. Νόμ. 874Α· ποιεῖν ἑαυτὸν ἄδ., Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 5. ΙΙ. ὡς τὰ πολλὰ ἐπὶ πραγμάτων, ἄδ. θάνατοι, θάνατοι δι’ ἀγνώστου χειρός, Σοφ. Ο. Τ. 496· ἄδ. ἔχθρα, κρυφία ἔχθρα, Θουκ. 8. 108· ῥεῖ πᾶν ἄδηλον, ὁλόκληρον διαρρέει εἰς τὸ μηδέν, Σοφ. Τρ. 698· ἄδ. τινι, ἀπαρατήρητα εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ἄδ. τινι εἰ .., Πλάτ. Φαῖδρ. 232Ε. β) οὐδέτερ., ἄδηλόν [ἐστιν] εἰ ..., ὅτι ..., εἶναι ἀμφίβολον ἐάν ..., ἄγνωστον ὅτι ..., συχν. ἐν τῷ πεζῷ Ἀττ. λόγῳ, ὡς ἄδηλον μὴ ..., Πλάτ. Φαίδων, 91D· ἀπολ., ἄδηλον ὂν, ὂν μὴ βέβαιον, Θουκ. 1. 2· οὕτω καί, ἐν ἀδήλῳ εἶναι, Ἀντιφῶν 130, 4· ἐν ἀδηλοτέρῳ εἶναι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 8· ἐξ ἀδήλου ἔρχεται [[[σελήνη]]], Σοφ. Ἀποσπ. 713· εἰς τά ἄδ., ἀντίθ. τῷ ἐν τῷ φανερῷ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 5, 7· ἀλλὰ καὶ γ) ἄδηλος ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὑποκείμενον (ὡς : δίκαιός εἰμι), παῖδες ἄδηλοι ὁποτέρων = ἄδηλον ὁποτέρων παῖδές εἰσιν, Λυσ. 95. 1· ἀδήλοις ... ὅπως ἀποβήσεται = ἃ ἄδηλά ἐστιν ὅπως ἀπ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 3, 10· πρβλ. Ξεν. Ἀπομ. 1. 1, 6. δ) Παρ’ Εὐρ. Ὀρ. 1318. ἡ λέξις ἔχει σχεδὸν ἐνεργ. σημασίαν· χρόᾳ δ’ ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι, μετὰ χροιᾶς μὴ προδιδούσης τι περὶ τῶν πεπραγμένων. ΙΙΙ. ἐπίρρ., -λως, κρυφίως, Θουκ. 1. 92, κτλ: - ὑπερθ. -ότατα, ὁ αὐτ. 7. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne se montre pas, qu’on ne voit pas, invisible : ἄδηλος ἔχθρα THC secrète inimitié;
2 qui ne laisse rien voir, qui ne trahit rien, impénétrable (visage, etc.);
3 obscur, incertain, inconnu : ἄδηλος θάνατος SOPH mort donnée par une main inconnue ; ἄδηλόν (ἐστιν) ὅτι ou εἰ, ὅστις, ὅπως, etc. ATT c’est une chose incertaine si, qui, comment, etc. ; ἄδηλον μή PLAT il n’est pas sûr que … ne, il est à craindre que ; abs. ἄδηλον ὄν THC parce qu’on ne savait pas (si, etc.).
Étymologie: ἀ, δῆλος.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [fem. -η Gal.13.878]
I 1oscuro, desconocido de pers., Hes.Op.6, τὸν ἄδηλον ἄνδρα ... ἰχνεύειν S.OT 475, ἄ. ὁ κτείνας no se sabe quién es el asesino Pl.Lg.874a, ἄ. τοῖς πολεμίοις X.Cyr.6.3.13, οἱ δ' ἐξηγηταί ... καί εἰσιν ἄδηλοι los exegetas ... y son oscuros Procl.in Euc.289.13
•de cosas que no se conoce ἀδήλων θανάτων muertes por mano desconocida S.OT 496, ἔχθραν ... ἄδηλον enemistad por causas ignoradas Th.8.108, οἱ κόποι ἐξ ἀδήλης αἰτίας Gal.l.c., πράγματα Zen.3.78
•mat. ἄδηλον εἶναι τὴν τοῦ ς̅ ὑπόστασιν sea desconocido el valor de x Dioph.1.78.19
•abs. ἐξ ἀδήλου πρῶτον ἔρχεται (la luna) sale de la oscuridad S.Fr.871.5.
2 en neutr., gener. en lit. fil. dudoso, inseguro, incierto τὰ ἄπιστα καὶ ἄ. Gorg.B 11.13, cf. S.E.M.7.25, τὸ ἄδηλον τοῦ μέλλοντος Gp.2.14.8
•abs. οὐκ ἄδηλον no es dudoso Gorg.B 11.3, B 11a.19, ἄ. ὄν Th.1.2, ἐν ἀδήλῳ εἶναι Antipho 5.6, X.HG 7.5.8
•c. diferentes constr. ἄδηλον εἰ no es seguro si Democr.B 295, Protag.Fr.A., Pl.Phdr.232e, ἄ. μή Pl.Phd.91d
•en constr. pers. παῖδες ἄδηλοι ... ὁποτέρων hijos de padre desconocido Lys.1.33, ἀδήλοις ... πῶς ἀποβήσεται (cosas) que no se sabe cómo resultarán Arist.EN 1112b9.
3 sin garantía, vago ἐλπίδες Plb.8.1.2
•no demostrado Chrysipp.Stoic.2.89
•impreciso κατ' ἄδηλον λόγον según un razonamiento impreciso Chrysipp.Stoic.3.42.
4 de un sonido indistinto φωνή 1Ep.Cor.14.8.
II invisible ὄψις γὰρ τῶν ἀδήλων τὰ φαινόμενα Anaxag.B 21a, σάρκες ... γνάθοις ἀδήλοις φαρμάκων ... ἀπέρρεον las carnes se disolvían bajo las fauces invisibles del veneno E.Med.1201, ῥεῖ πᾶν ἄδηλον desaparece totalmente S.Tr.698, μὴ ἀφανισθεῖσα ἄ. γένηται Pl.R.432b, de unos peces que se ocultan en la arena, Arist.HA 620b31, ἄ. χιτών de la membrana hialoides del ojo, Gal.14.712
•incognoscible por los sentidos, Epicur.Ep.[2] 38.7, op. φανερόν Phld.Sign.6.9, cf. Diog.Oen.13.3.3
•irreconocible ἄδηλον ποιεῖν ἐξαλείψαντας τὸ [ὄνομ] α al tacharlo de una inscr. IIl.25.129 (III a.C.)
•imperceptible, insensible ὅτι μάλιστ' ἄδηλον αὐτοῖς τὴν ὀρφανίαν γενέσθαι Pl.Mx.249a, ἄ. πάροδος movimiento imperceptible Gem.6.30.
III c. gen. que no muestra, que no indica χρόᾳ δ' ἀδήλῳ τῶν δεδραμένων πέρι con rostro que no traicione los hechos E.Or.1318.
IV adv. -ως
1 secreta, subrepticiamente Th.1.92, Ael.VH 1.21.
2 en la incertidumbre οὕτως τρέχω ὡς οὐκ ἄ. no corro sin meta fija, 1Ep.Cor.9.26.
English (Abbott-Smith)
ἄδηλος, -ον (< δῆλος), [in LXX: Ps 50 (51):6 (בַּטֻחוֹת) ;]
1.unseen, unobserved, not manifest (Ps, l.c.): Lk 11:44.
2.uncertain, indistinct: I Co 14:8. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and δῆλος; hidden, figuratively, indistinct: appear not, uncertain.
English (Thayer)
(δῆλος), not manifest: indistinct, uncertain, obscure: φωνή, Hesiod down.) (Cf. δῆλος, at the end; Schmidt, chapter 130.)