έπω

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source

Greek Monolingual

(I)
ἕπω (Α)
ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. sepel -io «θάβω». Συγγενείς πιθ. οι τ. δί-οπος «κυβερνήτης πλοίου» και όπ-λον, με ετεροιωμένη βαθμίδα καθώς και επ-η -τύς με παρέκταση -η- (πρβλ. εδ-η -τύς) και ψίλωση. Ενωρίς επήλθε σύγχυση του έπω με το έπομαι, η οποία κατέληξε στην εξαφάνιση του πρώτου.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αμφ(ι)έπω, διέπω, εφέπω, μεθέπω.———————— (II)
ἕπω (Α)
(μόνο στη μέση φωνή) έπομαι.———————— (III)
ἕπω (Α)
αποκαλῶ, ονομάζω.