κώνος

From LSJ
Revision as of 14:25, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ἡ [[" to "ἡ [[")

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

ο (AM κῶνος)
1. ο καρπός τών κωνοφόρων και μερικών κυκαδιδών, κουκουνάρι («βάλλει δὲ καὶ ἁ πίτυς ὑψόθε κώνοις», Θεόκρ.)
2. στερεό γεωμετρικό σώμα που έχει ως βάση κύκλο και κυρτή επιφάνεια η οποία απολήγει σε οξεία κορυφή
3. κάθε σώμα που απολήγει σε κωνοειδή κορυφή (α. «ηφαιστειακός κώνος» β. «μυελικός κώνος»)
νεοελλ.
ο καρπός του αροβοσίτου, κούκλα
μσν.
καρδιά
αρχ.
1. (ως θηλ.) ἡ κῶνος
το πεύκο
2. η κορυφή της περικεφαλαίας
3. σβούρα με την οποία παίζουν τα παιδιά
4. η πίσσα από κουκουνάρια πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με αρχ. ινδ. śāna- «λυδία λίθος» < śi-sā-ti «ακονίζω», λατ. cōs «σκληρός λίθος», ενώ κατ' άλλους πρόκειται για δάνεια λ. Τη λ. δανείστηκαν διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες με τη μορφή επιστημον. όρων, πρβλ. coniferae: κωνοφόρα, coniferin: κωνιφερίνη, conodonta: κωνόδοντα.
ΠΑΡ. κωνάριον, κωνικός, κωνίο(ν)
αρχ.
κωνίας, κώνιον, κωνίς, κωνίτις, κωνώ
αρχ.-μσν.
κώνα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κωνοειδής, κωνοφόρος
αρχ.
κωνόκαρπος, κωνοκόλουρος, κωνοτομώ. (Β' συνθετικό) αρχ. άκωνος, κολουρόκωνος, πρόκωνος].