μελῳδία

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδία Medium diacritics: μελῳδία Low diacritics: μελωδία Capitals: ΜΕΛΩΔΙΑ
Transliteration A: melōidía Transliteration B: melōdia Transliteration C: melodia Beta Code: melw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A singing, chanting, E.Rh.923, etc.    II chant, choral song, μελῳδίας ποιητής Pl.Lg.935e, cf. 812d; lullaby, ib.790e: generally, music, Phld.Mus.p.12 K.

German (Pape)

[Seite 129] ἡ, das Singen, Eur. Rhes. 932; die Sangweise, Melodie, das lyrische Gedicht, Lied, ποιητῇ κωμῳδίας ἢ ἰάμβων ἢ μελῳδίας vrbdt Plat. Legg. XI, 935 c; τοῦ τὴν μελῳδίαν ξυνθέντος ποιητοῦ, VII, 812 d; auch κατὰ ὀρχήσεις ἢ κατὰ μελῳδίας, 794 e; Ath. XIV, 632; vom Gesange der Vögel, Luc. Philop. 3.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ᾄδειν μελῳδικῶς, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ρῆσ. 923, κτλ. II. ᾠδή, ᾆσμα χορικόν, αἱ λέξεις μετὰ τοῦ μουσικοῦ ἤχου, συνεποίεις [Εὐριπίδῃ] ... τὴν μ. Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 231b· μελῳδίας ποιητὴς Πλάτ. Νόμ. 812D, 935E, πρβλ. 790E. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μελῳδία· ἡδυφωνία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chant.
Étymologie: μελῳδός.

Greek Monolingual

η (ΑM μελῳδία) μελωδός
1. η αρμονία και ο ρυθμός με τον οποίο τραγουδιέται ένα ποίημα, μουσική σύνθεση
2. άσμα, τραγούδι
νεοελλ.
1. ρυθμική, ευχάριστη απαγγελία
2. γαλλικό έντεχνο τραγούδι του 19ου και του 20ού αιώνα με συνοδεία, κυρίως, πιάνου
μσν.
μουσικό όργανο
αρχ.
1. η μουσική
2. χορικό άσμα
3. νανούρισμα.

Greek Monotonic

μελῳδία: ἡ,
I. το να τραγουδά, να ψάλλει κάποιος, σε Ευρ.
II. ψαλμός, χορικό τραγούδι, σε Πλάτ.