ἀκήν
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
(cf. ἀκή B), acc. form as Adv.,
A softly, silently, Hom. mostly in phrase ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ Il.3.95, al.; also οἱ δ' ἄλλο ἀκὴν ἴσαν 4.429.
German (Pape)
[Seite 72] (vgl. ἀκέων), still, schweigend, Hom. ἀκὴν ἴσαν Iliad. 4, 429; ἀκην ἔσαν Od. 2, 82. 4, 285; ἀκην ἐμεναι Od. 21, 239. 385; ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, sie wurden still, schwiegen, Iliad. 3, 95. 7, 92. 398. 8, 28. 9, 29. 430. 693. 10, 218. 313. 23, 676 Od. 7, 154. 8, 234. 11, 333. 13, 1. 16, 393. 20, 320; – Orph. Arg. 829; – die Gramm. nehmen es als accus. von ἀκή = ήσυχία, dah. sp. D. auch ἀκην ἔχειν, Mosch. 2, 18; Opp. Cyn. 1, 32. Vgl. ἀκᾶ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκήν: (ἴδε ἐν λ. ἀκή ΙΙ), αἰτιατ. ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. = ἡσύχως, σιγά, Ὅμ. τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει, ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, Ἰλ. Γ. 95, καὶ ἀλλ.· ὡσαύτως, οἱ δ’ ἄλλοι ἀκὴν ἴσαν, Δ. 429.
French (Bailly abrégé)
adv.
silencieusement, tranquillement.
Étymologie: cf. *ἀκέω.
English (Autenrieth)
adv. silent, with ἴσαν, ἔσαν, ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ, ‘were hushed’ in silence, Od. 16.393.
Greek Monolingual
ἀκὴν (Α) (αιτ. του ἀκὴ ΙΙ)
(ως επίρρ.) αθόρυβα, σιωπηλά.
Greek Monotonic
ἀκήν: (ἀκή II), επίρρ., ήσυχα, ήρεμα, σιωπηλά, σιγά, σε Ομήρ. Ιλ.