ἀμοργίς

From LSJ
Revision as of 18:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμοργίς Medium diacritics: ἀμοργίς Low diacritics: αμοργίς Capitals: ΑΜΟΡΓΙΣ
Transliteration A: amorgís Transliteration B: amorgis Transliteration C: amorgis Beta Code: a)morgi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.)    II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.

German (Pape)

[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
de lin fin (de l’île d’Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Alolema(s): ἄμοργις Ar.Lys.735, 737, Sch.Ar.Lys.735

• Prosodia: [ᾰ-]
1 fibra de malva ἀ. ἄλοπος Ar.Lys.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, EM 129.20G., Sch.Ar.Lys.735.
2 túnica hecha de la fibra de la malva Poll.7.74, Hsch.
3 ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα que se ha quedado sin leche seguramente erróneo, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) Ἀμοργός
1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό
2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) της μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁμοργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμόργινος.

Greek Monotonic

ἀμοργίς: ἡ, λεπτό λινάρι από το νησί της Αμοργού, σε Αριστοφ.