ὕδωρ

From LSJ
Revision as of 10:20, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_3)

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδωρ Medium diacritics: ὕδωρ Low diacritics: ύδωρ Capitals: ΥΔΩΡ
Transliteration A: hýdōr Transliteration B: hydōr Transliteration C: ydor Beta Code: u(/dwr

English (LSJ)

[ῠ, v. fin.], τό, gen. ὕδατος: an Ep. dat. ὕδει in Hes.Op.61, Thgn.961; later nom.

   A ὕδος Call.Fr.475; Boeot. οὕδωρ prob. in IG7.3169 (Orchom.):—water, of any kind, but in Hom. rarely of seawater without an epith., ἄνεμός τε καὶ ὕ. Od.3.300, 7.277; but ἁλμυρὸν ὕ. 9.227, al., cf. Th.4.26; of rivers, ὕ. Αἰσήποιο, Στυγός, Il.2.825, 8.369, al.; so in Lyr. and Trag., ὕ, Ἀσώπιον Pi.N. 3.3; ὕ. τὸ Νείλου A.Supp.561 (lyr.): freq. in pl. (but only once in Hom., ὕδατ' ἀενάοντα Od.13.109), Καφίσια ὕδατα the waters of Cephisus, Pi.O.14.1; ῥυτῶν ὑδάτων S.OC1599; ὕδασιν τοίς Ἀχελῴου Id.Fr.271 (anap.): spring-water, drinking-water, οἶνον ἔμισγον καὶ ὕ. Od.1.110; ἀφυσσάμεθ' ὕδωρ 9.85; ὕδατα καὶ . . δῖτοι Pl.R.404a; πότιμον ὕ. X.HG3.2.19; ὕ. πίνων a water-drinker, D.6.30, cf. 19.46, Ar.Eq.349; ὕ. δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν Cratin.199, cf. Aristopho 10.3, Bato 2.9, al.: ὕδωρ κατὰ χειρός water for washing the hands, v. χείρ; φέρτε χερσὶν ὕ. Il.9.171; ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν 3.270, Od.1.146, al.; λοέσσας ὕδατι λευκῷ Il.23.282:—on γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν and διδόναι, v. γῆ 1.2b:—a curse was invoked upon those who refused fire (i.e. the right to borrow burning embers) or water or to direct a traveller on his way, Diph.62, cf. X.Oec.2.15:—prov., ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕ. γράφω S.Fr.811, cf. Men.Mon.25; ἐν ὕδατι γράφειν Pl.Phdr.276c; ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; if water chokes, what more can be done ? of a desperate case, Arist.EN1146a35, cf. ἐπιρροφέω 1.    2 rain-water, rain, ὅτε λαβρότατον χέει ὕ. Ζεύς Il.16.385; ὗσαι ὕδατι λαβροτάτῳ Hdt.1.87; ἐγίνετο ὕ. ἄπλετον Id.8.12; πολύ Th.6.70, D.59.99; ὕ. ἐπιγενόμενον πολύ X.HG1.6.28; τὸ ὕ. τὸ γενόμενον τῆς νυκτός Th.2.5, cf. Hdt.8.13: more definitely, ὕδωρ ἐζ οὐρανοῦ X.An. 4.2.2, Aristid.Or.50(26).35 (but ἐζ οὐρανοῦ is a gloss in Th.2.77): pl., ὕ. ὄμβρια Pi.O.11(10).2; τὰ Διὸς, or παρὰ τοῦ Δ., ὕ. Pl.Lg.761a, 761b; τὸ ἐκ Διὸς ὕ. Thphr.HP2.6.5; καινὸν ἀεὶ τὸν Δία ὕειν ὕδωρ, ὕδωρ τὸν θεὸν ποιῆσαι, Ar.Nu.1280, V.261 (lyr.), cf. Thphr.Char.3.4: abs., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕ. Id.CP1.19.3: κεραύνια ὕ. thunder-showers, Plu.2.664f; ὕ. πολλά, συνεχέα μαλθακῶς Hp.Epid.1.1.    3 for ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Hdt.3.104, v. βρέχω.    4 in the law-courts, τὸ ὕδωρ was the water of the water-clock (κλεψύδρ), and hence the time it took in running out, ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ D.44.45; οὐχ ἱκανόν μοι τὸὕ. Id.45.47; ἐν τῷ ἐμῷ ὕ., ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕ., in the time allowed me, Id.18.139, 57.61; οὐκ ἐνδέχεται πρὸς ταὐτὸ ὕ. εἰπεῖν one cannot say (all) in one speech, Id.27.12; τὸ ὕ. ἀναλῶσαι Din.2.6; πρὸς ὕ. σμικρὸν διδάζαι Pl.Tht.201b; ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕ. D.29.9; ἐπίλαβε τὸ ὕ. stop the water (which was done while the speech was interrupted by the calling of evidence and reading of documents), Id.45.8; ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕ. τῷ κατηγόρῳ... τὸ δὲ δεύτερον ὕ. τῷ φεύγοντι Aeschin.3.197; ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕ., to give him the turn of speaking, Id.1.162, Din.1.114.    5 generally, liquid, ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρός Arist.Mete.382b13, cf. Hp.Cord.12.    II part of the constellation Aquarius, Arat.399.    2 a name for the winter solstice, Paul.Al.A.4.    III Ὕδατα, τά, as the name of places with hot or mineral waters, Ὕ. Σέζτια, Lat. Aquae Sextiae, Ὕ. Νεαπολιτανά, etc., Ptol.Geog.2.10.8, 3.3.7, etc. [ῠ by nature, ὕδωρ Il. 18.347, al. (usu. with when not at end of line), ὕδατος 16.229, al., ὕδατι Od.12.363, al., ὕδατ' 13.109, and so always in Att. (exc. sts. in dactylic verse, Ar.Ra.1339); Hom. freq. has ὕδωρ (always at end of line exc. in phrase Στυγὸς ὕδωρ Il.15.37), also ὕδατος Il. 21.300,312, Od.5.475, ὕδατι Il.23.282, Od.22.439; later Ep. admits ὕδωρ more freely, A.R.4.601, so that we find ῡ in the second half of the foot in h.Cer.381, Batr.97, A.R.4.290, etc.; also in Alc.Supp.11.8.] (Cf. Skt. udán-, gen. udn-ás 'water', OE. woeter, O Norse vatn; I.-E. u(e)d- with suffix r alternating with n (ὕδ--τος): cogn. with Skt. u-ná-t-ti (root ud-), 3pl. u-n-d-ánti 'moisten', cf. Lat. unda.)

Greek (Liddell-Scott)

ὕδωρ: [ῠ, ἴδε ἐν τέλ], τό, γεν. ὕδατος, ὡς τὸ σκώρ, σκατός· Ἐπικ. δοτ. ὕδει παρ’ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 61, Θέογν. 955, ἐξ οὗ παρὰ Καλλιμ. ἐν Ἀποσπ. 466 καὶ ἐν τοῖς Ὀρφ. Ἀργ. 113 ἐσχηματίσθη ὀνομ. ὕδος· Βοιωτ. οὔδωρ· (ἴδε ἐν τέλ.)· - «νερὸν» οἱονδήποτε, ἀλλὰ παρ’ Ὁμήρῳ σπανίως ἐπὶ τοῦ θαλασσίου ὕδατος, τὰς πέντε νέας... Αἰγύπτῳ ἐπέλασσε φέρων ἄνεμός τε καὶ ὕδωρ Ὀδ. Γ. 300· καὶ μετ’ ἐπιθ., ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Ι. 227, πρβλ. Θουκ. 4. 26· - ἐπὶ ποταμίου ὕδατος, ὕδωρ Αἰσήποιο, Στυγὸς Ἰλ. Β. 825., Θ. 369, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ παρὰ Πινδ. καὶ τοῖς Ἀττικ.· - συχν. καὶ ἐν τῷ πληθ. ἀλλ’ ἅπαξ μόνον παρ’ Ὁμ., ὕδατ’ αἰενάοντα Ὀδ. Ν. 109· ὕδατα Καφίσια, τὰ ὕδατα τοῦ Κηφισοῦ, Πινδ. Ο. 14. 1· ῥυτῶν ὑδάτων Σοφ. Ο. Κ. 1599· ὕδασιν τοῖς Ἀχελῴου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 265· - ἐπὶ ὕδατος πηγαίου ἢ ποτίμου, οἶνον καὶ ὕ. μίσγειν Ὀδ. Α. 110· πρβλ. ἄκρατος, ὑδαρής· ὕ ἀφύσσασθαι Ι. 85· ὕδατα καί... σῖτοι Πλάτ. Πολ. 404Β· πότιμον ὕ. Ξενοφ. Ἑλλ. 3. 2, 19· - ὕδωρ κατὰ χειρός, πρὸς νίψιμον (ὡς τὸ χέρνιψ) ἴδε ἐν λέξ. χεὶρ Ι. 2, θ· οὕτω παρ’ Ὁμ., φέρτε χερσὶν ὕ. Ἰλ. Ι. 171· ὕ. ἐπὶ χεῖρας ἔχευαν Γ. 270, Ὀδ. Α. 147, κτλ.· λοέσσας ὕδατι λευκῷ Ἰλ. Ψ. 282· - περὶ τοῦ γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν ἢ διδόναι, ἴδε ἐν λ. γῆ IV. - Παροιμ., γράφειν τι εἰς ὕδωρ, ἐπὶ παντὸς παροδικοῦ πράγματος ἢ διαρρέοντος ἢ ἀναξίου πίστεως, Σοφ. Ἀποσπ. 694, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 25· οὕτω, ἐν ὕδατι γρ. Πλάτ. Φαῖδρ. 276C (πρβλ. τέφραὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν; ἐπὶ καταστάσεως μὴ ἐπιδεχομένης ἐπανόρθωσιν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 2, 10· - ὕδωρ πίνειν, πρβλ. ὑδροπότης. 2) βροχή, ὑετός, ὅτε λαβρότατον χέει ὕδωρ Ζεὺς Ἰλ. Π. 385· ὗσαι ὕδατι Ἡρόδ. 1. 87· ἐγένετο ὕ. ἄπλετον ὁ αὐτ. 8. 12· πολὺ Θουκ. 6. 70, Δημ. 1379. 1· ὕδωρ ἐπεγένετο πολὺ Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 28· τὸ ὕδωρ τὸ γενόμενον τῆς νυκτὸς Θουκ. 2. 5, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 13· - μᾶλλον ὡρισμένως, ὕδωρ ἐξ οὐρανοῦ Θουκ. 2. 77, Ξενοφ., κλπ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., ὕδατα ὄμβρια Πινδ. Ο. 10 (11). 22· τὰ Διὸς ὕδατα Πλάτ. Νόμ. 761Α, κλπ.· τὸ ἐκ Διὸς ὕδωρ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 6, 5· - ἐντεῦθεν, Ζεὺς ὕδωρ ὕε, ὁ θεὸς ὕδωρ ποιεῖ Ἀριστοφ. Νεφ. 1280, Σφ. 261, πρβλ. Θεοφρ. Χαρακτ. 3· ἀπολ., ἐὰν πλείω ποιῇ ὕδατα ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 19, 3· - κεραύνια ὕδατα, ὑετοὶ ῥαγδαῖοι, Πλούτ. 2. 664F· ὕδατα σκληρὰ ἢ μαλακά, ἱσχυραὶ ἢ ἐλαφραὶ βροχαί, κλπ., Ἱππ., ἴδε Foës. Oecon. 3) περὶ τῆς φράσεως, ἐν ὕδατι βρέχεσθαι, Ἡρόδ. 3. 104, ἴδε ἐν λ. βρέχω. 4) ἐν τῇ Ἀττ. δικανικῇ φράσει, τὸ ὕδωρ ἦτο τὸ τῆς κλεψύδρας, ἐντεῦθεν δὲ καὶ ὁ χρόνος ὁ ἀπαιτούμενος ὅπως αὐτὸ ἐκρεύσῃ ἐξ αὐτῆς, ἐὰν τὸ ὕδωρ ἐγχωρῇ, δηλ. ἐὰν ὑπάρχῃ χρόνος ἱκανός, Δημ. 1094. 3· οὐχ ἱκανόν μοι τὸ ὕδωρ ὁ αὐτ. 1116. 11· ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, ἐπὶ τοῦ ἐμοῦ ὕδατος, ἐν τῷ χρονικῷ διαστήματι τῷ ἀνήκοντι εἰς ἐμέ, ὁ αὐτ. 274. 9., 1318. 6· οὐκ ἐνδέχεται πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, δὲν δύναταί τις νὰ εἴπῃ (τὰ πάντα) ἐν ἑνὶ λόγῳ, ὁ αὐτ. 817. 9· τὸ ὕδωρ ἀναλῶσαι Δείναρχ. 105. 38· οὕτω, πρὸς ὕδωρ σμικρὸν διδάσκειν Πλάτ. Θεαίτ. 201Β· ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕδατος Δημ. 847. 16 ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ, κώλυσον αὐτὸ μὴ ῥέειν ἐκ τῆς κλεψύδρας (ὅπερ ἐγίνετο ὅτε ὁ λόγος διεκόπτετο κατὰ τὴν κλῆσιν τῶν μαρτύρων ἢ κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν νόμων ἢ ψηφισμάτων), ὁ αὐτ. 1103· ἐν τέλει ἐγχεῖται τὸ μὲν πρῶτον ὕδωρ τῷ κατηγόρῳ..., τὸ δὲ δεύτερον ὕδωρ τῷ φεύγοντι Αἰσχίν. 82, 13· ἀποδιδόναι, παραδιδόναι τινὶ τὸ ὕδωρ, δηλ. τὴν σειρὰν νὰ ὁμιλήσῃ, ὁ αὐτ. 23, 20, Δείναρχ. 104. 46. 5) καθόλου ὑγρόν, ὕδατος εἴδη τὰ τοιάδε· οἶνος, οὖρον, ὀρρὸς Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 6. ΙΙ. ὕδωρ ἐκαλοῦντο ἀστέρες τινὲς τοῦ ἀστερισμοῦ Ὑδροχόου οἱ παριστάνοντες τὸ χεόμενον ὕδωρ, Aquarius, Ἄρατ. 399. ΙΙΙ. Ὕδατα, τά, ὄνομα τόπων ἐχόντων θερμὰ ἢ μεταλλικὰ ὕδατα, Ὕδατα Σέξτια, Λατιν. Aquae Sextiae, Ὕδατα Νεαπολιτανὰ Πτολ. (Αἱ ῥίζαι τῆς λέξεως εἶναι ΥΔ, ΥΔΑΤ, ΥΔΡ, (ἄσχετοι πρὸς τὸ ὕω, εἰ ὁ Κούρτ. φρονῇ ὀρθῶς)· πρβλ. ὕδωρ, ὕδατος, ὑδρός, ὑδρία, ὑδαρής, ὑδερός, ὕδρωψ· Σανσκρ. ud, und-âmi (humecto), ud-akam (aqua), ud-an (Λατ. unda), an-udras (ἄνυδρος)· Γοτθ. vat-o, woz-ar (unda)· Ἀρχ. Σκανδιν. vat-n· Ἀγγλο-Σαξον. waet-er· Σλαυ. vod-a· Λιθ. vand-u· Ἀρχ. Ἰρλανδ. uisce (Ἀγγλ. usque-b gh)· Ἁρμορ καὶ Κορν. Dour· Οὐαλλ. dur). [ῠ φύσει, καὶ οὕτως ἀείποτε παρὰ τοῖς Ἀττικ.· ἀλλ’ Ὅμηρ. καὶ ἕτεροι Ἐπικ. ἔχουσιν ῡ ἐν πάσαις ταῖς πτώσεσιν ἐν ἄρσει, οὕτω καὶ ὁ Ἀριστοφ. ἐν τοῖς Βατρ. 1339 ἐν δακτυλικῷ στίχῳ· ῡ ἐν θέσει ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 382, Βατραχομυομ. 97, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.]. - Περὶ τοῦ ὕδατος ἴδε μακρὰν μελέτην Μιχ. Κ. Στεφανίδου ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. ΙΓ΄, σ. 372-416.