ἀνθρωποκτόνος

From LSJ
Revision as of 20:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποκτόνος Medium diacritics: ἀνθρωποκτόνος Low diacritics: ανθρωποκτόνος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: anthrōpoktónos Transliteration B: anthrōpoktonos Transliteration C: anthropoktonos Beta Code: a)nqrwpokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A murdering men, homicide, E.IT389, 1 Ep.Jo.3.15, Ev.Jo.8.44.    II proparox., ἀνθρωπόκτονος βορά feeding on slaughtered men, E.Cyc.127.

German (Pape)

[Seite 234] Menschen mordend, Eur. I. T. 389; – ἀνθρωπόκτονος, von Menschen gemordet; βορά, Fraß von gemordeten Menschen, Eur. Cycl. 127; vgl. Schol. Soph. Ai. 40.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποκτόνος: -ον, (κτείνω), ὁ ἀποκτείνων ἀνθρώπους, φονεύς, Εὐρ. Ι. Τ. 389. ΙΙ. ἀνθρωπόκτονος, προπαροξυτόνως ἔχει παθ. σημασ., βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; ἀγαπῶσι νὰ τρώγωσι φονευμένους ἀνθρώπους; ὁ αὐτ. Κύκλ. 127.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
(personne) homicide.
Étymologie: ἄνθρωπος, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
1 asesino, homicida de pers. οἱ δ' ἐνθάδε por op. dioses, E.IT 389, cf. Fr.11bSn., de Caín, Origenes Mart.50, del demonio Eu.Io.8.44, 1Ep.Io.3.15, Meth.Symp.8.13, de Atenea, Tat.Orat.8, χρησμός Plu.Fluu.23.3, de la herejía, Ath.Al.Syn.54.3.
2 procedente de hombres asesinados, antropofágico βορά E.Cyc.127.

English (Strong)

from ἄνθρωπος and kteino (to kill); a manslayer: murderer. Compare φονεύς.

English (Thayer)

ἀνθρωποκτόνον (κτείνω to kill), a manslayer, murderer: Euripides, Iph. T. (382) 389.) (Cf. Trench, § 83, and φονεύς.)

Greek Monolingual

(I)
ἀνθρωποκτόνος, -ον (Α)
«ἀνθρωποκτόνος βορά» (Ευριπ.)
το να σκοτώνει κανείς ανθρώπους και να τους τρώει.———————— (II)
-α, -ο (AM ἀνθρωποκτόνος, -ον)
αυτός που φονεύει, που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος
νεοελλ.
(για πράγματα) αυτός που προκαλεί τον θάνατο ανθρώπων.

Greek Monotonic

ἀνθρωποκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει ανθρώπους, δολοφόνος, σε Ευρ.
II. προπαροξ., εφοδιασμένος με σφαγιασμένους ανθρώπους, στον ίδ.