ὑπάγω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
[ᾰ]: A trans., lead or bring under, ὕπαγε ζυγὸν ὠκέας ἵππους brought them under the yoke, yoked them, Il.16.148, cf. 23.291; ἴπποις (acc.) δ' ἄνδρες ὔπαγον ὐπ' ἄρματα Sapph.Supp.20a.17, cf. E.Hipp.1194 in PLit.Lond.73 (ἐπῆγε codd.); also simply, ἡμιόνους ὕπαγον Od.6.73. 2 bring under one's power, [οἱ θεοί] σε ὑπήγαγον ἐς χεῖρας τὰς ἐμάς Hdt.8.106; ὑ. τινὰς εἰς δουλείαν Luc.Apol.3:— Med., bring under one's own power, reduce, πόλιν Th.7.46; τοὺς Θρᾷκας Luc.DDeor.18.1, etc. 3 subsume, ὑφ' ἓν μέρος λόγου τὰ ἄρθρα καὶ τὰς ἀντωνυμίας A.D.Synt.88.11, cf. 235.7 (Pass.); πάντα τῷ τῆς μανίας ὀνόματι Luc.Abd.29. 4 bring forward in reply, in Pass., A.D.Conj. 251.9, Synt.73.11. 5 subject, τὴν ἀρχομένην [διάθεσιν] τοῖς βοηθήμασιν Sor.2.38:—Pass., τῶν -ομένων τῇ διαίτῃ παθῶν Id.1.2. II bring a person before the judgement-seat (the ὑπό refers to his being set under or below the judge), ὑ. τινὰ ὑπὸ δικαστήριον bring one before a court, i.e. accuse, impeach him, Hdt.9.93, cf. 6.72 (Pass.); ὑ. τινὰ ὑπὸ τοὺς ἐφόρους ib.82; οἱ -όμενοι εἰς ὑμᾶς X.HG2.3.28; ὑ. τινὰ ἐς δίκην Th.3.70; simply, ὑ. τινὰ ὡς ἐπιβουλεύοντα X.HG2.3.33; ὑ. τινὰ θανάτου on a capital charge, ib.2.3.12, 5.4.24; θανάτου ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα impeached him before the commons on a capital charge, Hdt.6.136: c. dat., ὑ. τινὰς δικαστηρίοις Luc.Fug.11:—Med., τάνδ' ὑπάγεται Δίκα E.El.1155 (lyr., dub. l., δίκαν codd.):—Pass., Phld.Rh. 2.140 S.: c. dat., τοῖς τῆς . . πεπρωμένης . . νόμοις ὑπαχθέντα IG12(7).240.24 (Amorgos, iii A.D.); ὁ πένης ὑπάγεται τῷ νόμῳ Lib.Decl.36 tit. III lead on by degrees, τὰς κύνας X.Cyn.5.15, cf. 10.4; draw or lead on by art or deceit, Hdt.9.94; τινὰ ἐπὶ κῶμον E.Cyc. 507 (lyr.); ὑ. τοὺς πολεμίους εἰς δυσχωρίαν draw them on by pretended flight, X.Cyr.1.6.37; ὑ. τοὺς πολεμίους ὑποφεύγοντες ib.3.2.8; τὸν ἐρῶντα τῷ ἐρωμένῳ ἀκολουθεῖν... ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ Pl. Euthphr.14c; τίν' ὑπάγεις μ' ἐς ἐλπίδα; E.Hel.826; ὁ θεὸς ὑπῆγεν αὐτόν, ἵνα ἀφικόμενος . . δοίη δίκην Lys.6.19; ἡ πέρδιξ . . ἀπὸ τῶν ῳῶν ὑπάγει (sc. ἄνθρωπον) Arist.HA613b32: c. inf., σ' ὑπήγαγον εἰς χεῖρας ἐλθεῖν so as to come, E.Andr.428:—Med., lead on for one's own advantage, but freq. much like the Act., lead on, ἐλπίσιν ὑπαγαγέσθαι τινά Isoc.5.91, cf. X.An.2.4.3; ὑ. Θετταλοὺς εἰς δουλείαν reduce them, D.8.62; ὑ. τινὰς ἐς μάχην, ἐς φιλίαν, D.C.36.4, 42.39; ἐς φόρου συντέλειαν Hdn.6.2.1; give one a lead in speech, E.Andr.906, cf. X.An. 2.1.18:—Pass., κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isoc.5.1; [ἐλπίσικαὶ θενακισμοῖς] ὑπαχθέντες D.5.10 (v.l. ἐπ- (; ὑπὸ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀλαζονευμάτων Aeschin.1.178, etc.; εἰς ἔχθραν ὑπηγμένος ὑπότινος D.18.188; ἐκλοιδορίας εἰς πληγάς Id.54.19. (In this sense, ἐπάγω is freq. v.l.) IV take away from beneath, withdraw, τινὰ ἐκ βελέων Il.11.163; ὕπαγε τὰς ἀκροβελίδας Archipp.10:—Pass., ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Th.2.76. 2 draw off, τὸ στράτευμα Id.4.127; ὑπήγαγεν Κύριος τὴν θάλατταν LXXEx.14.21. 3 carry off below, ὑ. τὴν κοιλίην purge the bowels, Hp.Morb.3.17, Aret.CA1.10; ὑ. τὴν γαστέρα Phryn.279, Gal.6.353, al.; v. infr. B.111. 4 bring down a bandage, Sor.Fasc.2: c. dat., bring under, τῷ κοίλῳ τοῦ ποδός ib.59. B intr., go away, withdraw, retire, ὑπάγω φρένα τέρψας Thgn. 921, cf. Ar.Av.1017, AP9.341 (Glauc.); of an army, draw off or retire slowly, Hdt.4.120, 122, Th.4.126; of the lion, ὑπάγει βάδην Arist.HA629b17; ἂν φυτεύῃ καὶ ὑπάγῃ if he . . goes away, IG12(7).62.54 (Amorgos, iv B.C.); ὑπάγει αὔριον he is going ( = leaving, setting out) to-morrow, POxy.1291.11 (i A.D.); ὑπάγοντι εἰς Ἑρμοῦ πόλιν PLond.1.131.155,218, al. (i A.D.). II go forwards, draw on, ὕπαγ' ὦ, ὕπαγ' ὦ on with you! E.Cyc.52 (lyr.); ὕπαγε, τί μέλλεις; Ar. Nu.1298; ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Id.Ra.174; ὑ. εἰς τοὔμπροσθεν Eup.79: also of an army, X.An.3.4.48, 4.2.16. 2 later, in pres., simply go, opp. ἔρχομαι 'come', ὕπαγε Σατανᾶ Ev.Matt.4.10; ὕπαγε, δεῖξον . . Ev.Marc.1.44; ἦσαν οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί ib.6.31; ποῦ ὑπάγεις; Ev.Jo.16.5; ἐν πλοίῳ ὑπάγοντι ἰς Ταπόσιριν Sammelb.7357.8 (iii A.D.); ὕπαγε ἰς πάντα τόπον ib.7452.7,19 (iii A.D.); καθ' ἡμέρα<ν> ὑπάγω παρὰ Σεραπιάδα BGU 38.17 (ii/iii A.D.): the aor. is ἀπῆλθον, ὕπαγε . . καὶ ἀπῆλθε Ev.Matt.9.6:—αὐτόματα ὑπάγοντα automata which go (from place to place), opp. στατά (those which perform actions while standing still), Hero Aut.1.2:—rare in LXX (and only in cod. <*>), To.8.21, al., Je.43(36).19. III Medic., of the bowels, to be open, κοιλίη ὑπάγουσα Hp.Acut.(Sp.) 2, Gal.15.756; v. supr. A. IV. 3. IV sink down, squat, Arist.HA 540a7; cf. ὑπαγωγή 111.2.
German (Pape)
[Seite 1179] (s. ἄγω), darunter führen; ὑπάγειν ἵππους ζυγόν, Pferde unters Joch bringen, anspannen, Il. 16, 148. 23, 291. 24, 279; auch bloß ὑπάγειν ἵππους, Od. 6, 73. – Uebertr., Einen unter Jemandes Gewalt bringen, οἱ θεοὶ ὑπήγαγόν σε ἐς χέρας τὰς ἐμάς Her. 8, 106; ὅπως ὑπαγάγοιτο τὴν πόλιν Thuc. 7, 46. – Den Beklagten vor den erhöhten Sitz des Richters führen, so daß er niedriger als dieser steht, ὑπάγειν τινὰ εἰς τὸ δικαστήριον, wie ὑπὸ τὸ δικαστήριον, ὑπὸ τοὺς ἐφόρους, Einen vor Gericht ziehen, belangen, anklagen, Her. 6, 72. 82. 9, 93; auch θανάτου ὑπαγαγὼν ὑπὸ τὸν δῆμον Μιλτιάδεα, 6, 136, auf Tod und Leben vor dem Volke anklagen; ἐς δίκην, Thuc. 3, 70, u. öfter in den Oratt. – Listig, heimlich wozu bringen, verlocken, wozu verleiten, betrügen, anführen, Her. 9, 94; Eur. Andr. 428; τίν' ὑπάγεις μ' εἰς ἐλπίδα Eur. Hel. 832; ὑπαχθέντες, verleitet, Dem. 22, 32 u. öfter (5, 10 schreibt Bekk. ἐπαχθέντες); Folgde, wie Plut. Sol. 8; κατὰ μικρὸν ὑπάγων Them. 4, wie κατὰ μικρὸν ὑπαχθείς Isocr. 5, 1. – Vgl. noch Plat. ἀνάγκη τὸν ἐρωτῶντα τῷ ἐρωτωμένῳ ἀκολουθεῖν, ὅπῃ ἂν ἐκεῖνος ὑπάγῃ, Euthyphr. 14 c; Xen. An. 2, 1, 18 u. A. – Darunter wegführen, -bringen, τινὰ ἐκ βελέων Il. 11, 163; ὑπαγομένου κάτωθεν τοῦ χώματος Thuc. 2, 76. – Herunter, herab führen; κοιλίαν, γαστέρα, den Leib oder Magen durch Abführungsmittel reinigen, s. Lob. Phryn. 308; auch intrans., κοιλία ὑπάγουσα, offener Leib, Hippocr. – Intrans., sich heimlich wegbegeben, sich zurückziehen; Ar. Av. 1017; von einem Kriegsheere, Her. 4, 120; Thuc. öfter; auch trans., τὸ στράτευμα ὑπῆγε ὁ Βρασίδας, 4, 127; ὑπάγειν φυγῇ εἰς δυσχωρίαν Xen. Cyr. 1, 6, 37, ein zurückgezogenes Leben führen; ὑπάγω φρένα τέρψας Theogn. 917. – Vor Einem fortgehen, vorrücken, ὕπαγε, frisch auf, vorwärts, ὑπάγεθ' ὑμεῖς τῆς ὁδοῦ Ar. Ran. 174, vgl. Nubb. 1280; von allmäligem Vorrücken, Xen. An. 3, 4, 48. 4, 2, 16.