αὐτοφόνος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
ον,
A murdering one's kin, αὐτοφόνα κακά A.Th.850 (lyr.), Ag.1091 (lyr.); παλάμη AP7.149 (Leont.). Adv. -νως A.Supp.65 (lyr.). 2 suicidal, Opp.C.2.480. 3 slaying with one's own hand, ib.4.290.
German (Pape)
[Seite 404] eigenhändig, sich selbst mordend, Aesch. Spt. 832 Ag. 1062; ebenso adv. αὐτοφόνως, Suppl. 63; αὐτοφόνος τύμβος Antiphil. 22 (IX, 68).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοφόνος: -ον, ὁ ἑαυτὸν φονεύων, ὁ φονεύων τοὺς ἐκ τῆς ἑαυτοῦ οἰκογενείας, αὐτοφόνα κακὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 850, Ἀγ. 1091· παλάμη Ἀνθ. Π. 7. 149· πρβλ. αὐθέντης. ― Ἐπίρρ. -νως Αἰσχύλ. Ἱκ. 65· ― παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, υἰός τ’ Αὐτοφόνοιο, μενεπτόλεμος Πολυφόντης Ἰλ. Δ. 395.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tue ou tue les siens de sa main.
Étymologie: αὐτός, πεφνεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
I 1del crimen cometido contra la familia αὐτοφόνα ... πάθη A.Th.850, αὐτοφόνα κακά A.A.1091
•que mata a la propia familia de Penteo καὶ θεὸν αὐτοφόνοισιν ἀπείλεε χερσὶ δαΐξαι Opp.C.4.290, σίδηρος Nonn.D.17.288, cf. SEG 9.72.132 (Cirene IV a.C.).
2 suicida de Áyax παλάμῃ ... ὑπ' αὐτοφόνῳ AP 7.149.4 (Leont.), ἑὸν δ' ἀπὸ φέγγος ἄμερσαν αὐτοφόνοι Opp.C.1.269, αὐτοφόνον μιμούμενος Ἰνδὸν Ὀρόντην Nonn.D.23.59, 47.224
•de anim. θῆρας αὐτοφόνους σφετέρῃσιν ἀτασθαλίῃσι δαμέντας Opp.C.2.480, cf. H.2.322, ὁ δ' ἐν κλείθροισιν ἀφύκτοις ληφθεὶς αὐτοφόνον τύμβον ἐπεσπάσατο AP 9.86.6 (Antiphil.).
II adv. -ως de forma asesina, criminalmente ὡς αὐτοφόνως ὤλετο ... δυσμάτορος κότου τυχών A.Supp.65.
Greek Monolingual
αὐτοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τον εαυτό του ή τους συγγενείς του.
Greek Monotonic
αὐτοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που αυτοκτονεί, αυτός που σκοτώνει μόνος του αυτούς που ανήκουν στην οικογένειά του, σε Αισχύλ.