διάσταση
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Greek Monolingual
η (AM διάστασις, Μ και διάσταξις)
1. το να βρίσκεται κάτι σε απόσταση από κάτι άλλο
2. η απόσταση μεταξύ δύο σημείων, η έκταση (μήκος, πλάτος, ύψος)
3. διαφορά γνώμης, απόψεων, αισθημάτων, διαφωνία
4. η απομάκρυνση δύο οστών τα οποία είχαν επαφή ή ήταν παράλληλα
5. απομάκρυνση ή χαλάρωση τών ραφών του κρανίου
νεοελλ.
1. χωρισμός αντρόγυνου, χωριστή διαβίωση χωρίς να έχει ακόμη εκδοθεί διαζύγιο
2. φρ. α) «διάσταση τών ποδών» — θέση τών ποδιών κατά την οποία οι φτέρνες απέχουν ένα βήμα προς τα πλάγια από τη θέση της προσοχής
β) «γεωμετρία δύο διαστάσεων» — η επιπεδομετρία
γ) «γεωμετρία τριών διαστάσεων» — η στερεομετρία
3. «τέταρτη διάσταση» — ο χρόνος, σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας
4. «ταινία, φιλμ τριών διαστάσεων» — ταινία που δίνει την εντύπωση του αληθινού χώρου, με βάθος και όχι εικόνα με τις δύο διαστάσεις της οθόνης
αρχ.
1. διαζύγιο
2. φρ. «διαστάσεις τῆς γῆς» — ανοίγματα, βάραθρα
3. «ἡ διάστασις τοῖς νέοις πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους» — η διαφορά απόψεων, αντιλήψεων μεταξύ τών γενεών
4. η μετάπτωση από μία κατάσταση στην άλλη.