Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐπικρεμάννυμι

From LSJ
Revision as of 22:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρεμάννῡμι Medium diacritics: ἐπικρεμάννυμι Low diacritics: επικρεμάννυμι Capitals: ΕΠΙΚΡΕΜΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikremánnymi Transliteration B: epikremannymi Transliteration C: epikremannymi Beta Code: e)pikrema/nnumi

English (LSJ)

and ἐπικρεμαννύω,

   A hang over, ἄτην τινί Thgn.206 codd.; κίνδυνον Plb.2.31.7; φόβον D.S.16.50.    II. Pass., ἐπικρέμαμαι, aor. ἐπεκρεμάσθην, overhang, of a rock, h.Ap.284; οἰκία ἐπικρεμαμένη τῇ ἀγορᾷ Plu.Publ.10: metaph., hang over, threaten, θάνατος Simon.39.3; δόλιος αἰών Pi.I.8(7).14 (tm.); τιμωρία Th.2.53; ἐπικρεμάμενος κίνδυνος impending danger, Id.7.75, cf.3.40: c.dat.pers., ἐπικρέμαθ' ἧμιν ὄλεθρος A.R.3.483; Ep.3pl. impf. ἐπεκρεμόωντο Nonn.D.20.173.

German (Pape)

[Seite 953] (s. κρεμάννυμι), daran-, darüber-, an-, aufhängen, u. pass. ἐπικρέμαμαι, darüberhangen; ὕπερθε πέτρη ἐπικρέμαται H. h. Apoll. 284; οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Plut. Popl. 10; gew. übertr., ἐπικρέμαται θάνατος, droht, steht bevor, Simonds. bei Plut. Consol. ad Apoll. p. 330; ἐπεκρέματ' ἠμῖν ὄλεθρος Ap. Rh. 2, 173; ὑπὸ μεγέθους τοῦ ἐπικρεμαμένου ἔτι κινδύνου, die noch drohende Gefahr, Thuc. 7, 75, wie μηδὲ τοῦ ἐπικρεμασθέντος ποτὲ δεινοῦ ἀμνημονοῦντες 3, 40, vgl. 2, 53; act., Ῥωμαίοις μέγαν ἐπικρεμάσασα κίνδυνον Pol. 2, 31, 7; ähnl. Theogn. 206 οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν, er verhängte nicht; Sp., ἆθλος ζωᾶς ἐπεκρέματο Antisti. 1 (VI, 237).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικρεμάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -κρεμάσω ᾰ, Ἀττ. -κρεμῶ. Ἐπικρεμῶ, ἄτην τινὶ Θέογν. 206˙ κίνδυνον Πολύβ. 2. 31, 7˙ φόβον Διόδ. 16. 50. ΙΙ. Παθ. ἐπικρέμαμαι, ἀόρ. ἐπεκρεμάσθην: - κρέμαμαι ἄνωθεν, περὶ κρημνώδους πέτρας, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 2. 84˙ οἶκος ἐπικρεμάμενος τῇ ἀγορᾷ Πλουτ. Ποπλικ. 10: - μεταφ., ἐπίκειμαι, ἐπαπειλῶ, Λατ. imminere, θάνατος Σιμων. 48˙ δόλιος αἰὼν Πινδ. Ι. 8. 28˙ τιμωρία Θουκ. 2. 53˙ ἐπικρεμάμενος κίνδυνος, ἐπικείμενος κίνδυνος, ὁ αὐτ. 7. 75, πρβλ. 3. 40˙ μετὰ δοτ. προσ., Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 483˙ Ἐπικ. γ΄ πληθ. ἐπικρεμόωνται Νόνν. Δ. 20. 173.

French (Bailly abrégé)

suspendre au-dessus de.
Étymologie: ἐπί, κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α)
1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω
2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρεμάννυμι «κρεμώ»].

Greek Monotonic

ἐπικρεμάννῡμι: και -ύω, μέλ. -κρεμάσω [ᾰ], Αττ. -κρεμῶ· αόρ. αʹ -εκέρᾰσα, Επικ. απαρ. -κρῆσαι·
I. κρεμώ κάτι πάνω σε, τί τινι, σε Θέογν.
II. Παθ., ἐπικρέμαμαι, αόρ. αʹ -εκρεμάσθην· κρέμομαι από πάνω, λέγεται για βράχο, σε Ομηρ. Ύμν., Πλούτ.· μεταφ., επίκειμαι, απειλώ, Λατ. imminere, σε Θουκ.