ἐπισυναγωγή

From LSJ
Revision as of 20:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισυνᾰγωγή Medium diacritics: ἐπισυναγωγή Low diacritics: επισυναγωγή Capitals: ΕΠΙΣΥΝΑΓΩΓΗ
Transliteration A: episynagōgḗ Transliteration B: episynagōgē Transliteration C: episynagogi Beta Code: e)pisunagwgh/

English (LSJ)

ἡ,

   A gathering or being gathered together, LXX 2 Ma.2.7, 2 Ep.Thess.2.1, etc.    b collection of a sum of money, IG12(3).1270.11 (Syme, ii/i B. C.).    2 collective view, table, ὁρίων Ptol.Tetr.44.    3 pl., successive additions, Id.Alm.2.7.    4 Astrol., aggregation of planets in contact, Porph.in Ptol.188.

German (Pape)

[Seite 987] ἠ, das noch dazu Zusammenbringen, die Versammlung, N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, = συναγωγή, σύναξις, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Β΄, 7), Β΄ Ἐπιστ. π. Θεσσ. β΄, 1, κτλ. 2) περιληπτικὴ θέα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 67.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 rassemblement, réunion;
2 récapitulation, somme.
Étymologie: ἐπισυνάγω.

English (Strong)

from ἐπισυνάγω; a complete collection; especially a Christian meeting (for worship): assembling (gathering) together.

English (Thayer)

ἐπισυναγωγῆς, ἡ (ἐπισυνάγω, which see);
a. a gathering together in one place, equivalent to τό ἐπισυνάγεσθαι (ἐπί τινα, to one, assembly (of Christians): Hebrews 10:25.

Greek Monolingual

ἐπισυναγωγή, ή (AM) επισυνάγω
συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ)
2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας
αρχ.
1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού
2. περιληπτική θέα, σύνοψη
3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί
διαδοχικές προσθέσεις
4. αστρολ. σύνοδος πλανητών.

Greek Monotonic

ἐπισυνᾰγωγή: ἡ, συνάθροιση, συγκέντρωση, σε Καινή Διαθήκη