εὔμορφος
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ον,
A fair of form, comely, goodly, Sapph.76 (Comp.), Hdt. 1.196, A.Ag.416, 454 (both lyr.); σῶμα . . εὔ. ἰδεῖν S.Fr.88.10: γαμεταί, ἀνδράποδα, D.H.11.2, Ph.2.478 (Sup.): metaph., εὔ.κράτος A.Ch. 490.
German (Pape)
[Seite 1081] schöngestaltet, κολοσσοί Aesch. Ag. 405, öfter; παρθένων εὐμόρφοις χλιδαῖσιν Suppl. 981; σῶμα Soph. frg. 109; Sapph. bei Hephaest. p. 64. In Prosa erst Sp., dah. es die Atticisten für hellenistisch erkl.; μειράκια Pol. 31, 24, 2.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμορφος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὡραίαν μορφήν, ὡραῖος, Σαπφὼ 78, Ἡρόδ. 1. 196, Αἰσχύλ. Ἀγ. 416, 454· σῶμα εὔμορφον ἰδεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 109. 10· μεταφ., εὔμ. κράτος Αἰσχύλ. Χο. 490.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de belle forme, beau, noble.
Étymologie: εὖ, μορφή.
Ant. δύσμορφος, ἄμορφος.
Greek Monolingual
-η, -ο και ἔμορφος, -η, -ο και ὄμορφος, -η, -ο (ΑΜ εὔμορφος, -ον)
1. αυτός που έχει ωραία μορφή, ωραίος, καλοκαμωμένος («εὐμόρφων δὲ κολοσσῶν ἔχθεται χάρις ἀνδρί» — η χάρη τών ωραίων εικόνων, αγαλμάτων, είναι μισητή στον άνδρα [ο οποίος επιθυμεί τη ζωντανή γυναίκα], Αισχύλ.)
2. (γενικά) όμορφος, ευπρεπής
3. μτφ. θαυμαστός, αξιοθαύμαστος («δὸς δ' ἔπ' εὔμορφον κράτος», Αισχύλ.)
4. μτφ. ταιριαστός, κατάλληλος
5. μτφ. ευχάριστος, θελκτικός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔμορφον
ο καλός τρόπος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὄμορφα
η ομορφιά.
επίρρ...
ευμόρφως και εύμορφα και όμορφα (ΑΜ εὐμόρφως, Μ και εὔμορφα)
με όμορφο τρόπο, χαριτωμένα, ωραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ά-μορφος, ποικιλό-μορφος. Το επίθ. χαρακτηρίζει κυρίως τη σωματική ομορφιά (πρβλ. και τα σύνθ. ευμορφ-άνθρωπος, ευμορφο-γυναίκα), ενώ τα ωραίος και καλός έχουν γενικότερη σημασία. Συγγενέστερο σημασιολογικά το ευ-ειδής, που αναφέρεται κυρίως στη γυναικεία ομορφιά. Από τον τ. εύμορφος > μσν. έμμορφος (με αφομοίωση) ή έμορφος (με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m-) > όμορφος είτε από το άρθρο (ο έμορφος) ή με (προληπτική) αφομοίωση του ε σε ο κατά τα ακολουθούντα ο].
Greek Monotonic
εὔμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει ωραία μορφή, κομψός, χαριτωμένος, όμορφος, εμφανίσιμος, σε Ηρόδ., Αισχύλ.