ἰσχάνω

From LSJ
Revision as of 23:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχάνω Medium diacritics: ἰσχάνω Low diacritics: ισχάνω Capitals: ΙΣΧΑΝΩ
Transliteration A: ischánō Transliteration B: ischanō Transliteration C: ischano Beta Code: i)sxa/nw

English (LSJ)

[ᾰ], Ep. lengthd. form of ἴσχω (v. foreg.),

   A hold in check, hinder, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Il.14.387; Αἴαντ' ἰσχανέτην ὥς τε πρὼν ἰσχάνει ὕδωρ 17.747; τὸν δ' οὐκ ἴσχανε δεσμά h.Bacch.13: c. gen., keep back from, κρύος ἀνέρα ἔργων ἰσχάνει Hes.Op.495; so in Prose, ὁ ἥλιος . . ἰσχάνει [τὸν σῖτον] checks its growth, Thphr.CP4.13.6 (v.l. ἰσχαίνει, fort. ἰσχναίνει).    II get, obtain, have, ἀπεμνημόνευεν ἤ ἀνάλογον τῇ ἀπομνημονεύσει πάθος ἴσχα[νε] had an experience... Epicur.Nat.27 G., cf. 51 G.; περὶ . . δάκτυλον (δακτύλων codd.) πάθος ἰσχάνουσιν Vett.Val.65.13; μᾶλλον ἐκ τῶν πραγμάτων ἢ ἐκ τῶν λόγων τὰς λαβὰς ἰσχάνουσι Phld.Herc.873.6; ἐμέθεν πέρι θυμὸν ἀρείω ἴσχανε A.R.1.902.

German (Pape)

[Seite 1272] verlängerte Form von ἴσχω, ἔχω (vgl. das Vorige), fest-, zurückhalten, hemmen, δέος ἰσχάνει ἄνδρας, Il. 14, 386. 17, 747 Od. 19, 42; τινός, woran hindern, wovon abhalten, Hes. O. 497.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχάνω: ᾰ. Ἐπικ. ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ ἴσχω (ἴδε προηγ.)· -κωλύω, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, δέος ἰσχάνει ἄνδρας Ἰλ. Φ. 387· Αἴαντ’ ἰσχανέτην Ρ. 717· πρβλ. κατισχάνω: - μετὰ γεν., ἐμποδίζω, κωλύω ἀπό τινος, κρύος ἀνέρας ἔρων ἰσχάνει Ἠσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 493· ὡσαύτως παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 6 (ἔνθα ἄλλοτε ἦτο ἰσχαίνει).

French (Bailly abrégé)

retenir, arrêter.
Étymologie: ἴσχω.

English (Autenrieth)

(ἴσχω), ipf. iter. ἰσχανάασκον: hold, restrain, detain, Il. 17.747, Od. 15.346; intrans., w. gen., or inf., hold to, crave, desire, Il. 17.572, Il. 23.300, Od. 8.288; mid., restrain oneself, delay, Il. 12.38, Il. 19.234, Od. 7.161.

Greek Monolingual

ἰσχάνω (Α)
1. κρατώ πίσω, συγκρατώ, εμποδίζω, αναχαιτίζω κάποιον
2. εμποδίζω κάποιον από κάτι
3. επιτυγχάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση -αν- (πρβλ. κεύθω > κευθ-άν-ω)].

Greek Monolingual

ἰσχανῶ, -άω (Α)
1. εμποδίζω, αναχαιτίζω
2. μέσ. ἰσχανῶμαι, -άομαι
μένω προσκολλημένος σε κάτι, ποθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσχω με παρέκταση -αν- και κλίση κατά τα ρ. σε -άω / -].

Greek Monotonic

ἰσχάνω: [ᾰ], Επικ. επιτετ. τύπος του ἴσχω· κωλύω, εμποδίζω, αναχαιτίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., εμποδίζω από κάτι, σε Ησίοδ.