κατείλησις
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A crowding, compression, Epicur.Ep.2pp.46,54 U. 2 wrapping, εἰρίων Aret.CA2.9, cf. Herod.Med. ap. Orib.10.18.1; -ησία is f.l. in Archig. ap. Gal.13.168.
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, das Zusammendrängen, Zusammenwickeln, D. L. 10, 101 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατείλησις: -εως, ἡ συμπύκνωσις, συμπίεσις, συστροφή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 101˙ εἰρίων Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 9.
Greek Monolingual
κατείλησις, ἡ (Α) κατειλώ
1. συσσώρευση, συμπύκνωση, συμπίεση
2. περιτύλιξη, περιέλιξη, συστροφή.
Russian (Dvoretsky)
κατείλησις: εως ἡ скатывание, свивание или уплотнение Epicur. ap. Diog. L.