κενταύριον

From LSJ
Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source

German (Pape)

[Seite 1417] τό, auch κενταύρειον, eine Pflanzengattung mit mehreren Arten, auch κενταυρίη u. κενταυρίς genannt, Hippocr., Theophr., Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κενταύριον: εἶδος φυτοῦ, Λατ. centaureum (Λουκρήτ. 4. 124, Οὐεργ. Γεωρ. 4. 270), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 3, 6· ἢ -ειον, τό, Σχολ. Νικ.· ὡσαύτως κενταυρίη, Ἱππ. 482. 35· -έα, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 5, 5.

Greek Monolingual

το (ΑΜ κενταύριον Α και κενταύρειον) κένταυρος
νεοελλ.
βοτ. άλλη ονομασία του γένους ερυθραία
μσν.-αρχ.
είδος διακοσμητικών ή φαρμακευτικών φυτών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενταύριον -ου, τό zie κενταύρειον.