Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηρυκάζω

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηρυκάζω Medium diacritics: μηρυκάζω Low diacritics: μηρυκάζω Capitals: ΜΗΡΥΚΑΖΩ
Transliteration A: mērykázō Transliteration B: mērykazō Transliteration C: mirykazo Beta Code: mhruka/zw

English (LSJ)

   A chew the cud, Arist.HA507a36, 632b1; τὰ μηρυκάζοντα ruminants, ib.522b8, Thphr.HP3.10.2; of fishes, Arist.HA 632b8.

German (Pape)

[Seite 178] wiederkäuen; Arist. H. A. 2, 17. 9, 50; Poll. 2, 204 im med.

Greek (Liddell-Scott)

μηρυκάζω: ἀναμασῶ(μαι), ἐπὶ τῶν μηρυκαζόντων ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 8., 9. 50, 12, κ. ἀλλ.· τὰ μηρυκάζοντα, τὰ μηρυκαστικά, αὐτόθι 3. 21, 7· - οὕτω μηρυκίζω, Αἰλ. π. Ζ. 5. 42, Γαλην.· καὶ μηρυκάομαι, ἀποθετ., Πλουτ. Ρωμ. 4, πρβλ. Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 8.

Greek Monolingual

(ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ
νεοελλ.
μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὰ μηρυκάζοντα
τα μηρυκαστικά ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι ενεστ. μηρυκάζω, μηρυκῶμαι και μηρυκίζω είναι πιθ. παράγωγα ενός αμάρτυρου ουσ. σε -κ- (αλλά όχι του τ. μήρυξ, το οποίο είναι νεώτερο τών μηρυκάζω, μηρυκῶμαι, μηρυκίζω) ή, κατ' άλλη άποψη, εκφραστικά παράγωγα ενός αμάρτυρου ενεστ. με επίθημα -κω- μηρύ-κω (< μηρύομαι «συστέλλω, περιτυλίγω, μαζεύω»), πρβλ. ἐρύω: ἐρύκω].

Russian (Dvoretsky)

μηρῡκάζω: жевать жвачку: τὰ μηρυκάζοντα Arst. жвачные (животные).