πήμα

From LSJ
Revision as of 09:40, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. πάθημα, δυστύχημα, συμφοράπῆμα θεὸς Δαναοῖσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.)
2. (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) βαρύς μόχθος («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», Ευρ.)
3. μτφ. (για πρόσ.) ὁλεθρος, καταστροφή, βάσανο, πληγήπῆμα κακὸς γείτων ὅσσον τ' ἀγαθὸς μέγα ὄνειαρ», Ησίοδ.)
4. φρ. «πῆμα ἐπὶ πήματι κεῑται»
μτφ. (στον Ηρόδ.) το ολέθριο σίδερο, δηλ. το ξίφος που σφυρηλατείται πάνω στο σιδερένιο αμόνι του σιδηρουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ., αβέβαιης ετυμολ., που δηλώνει μια κατάσταση και εμφανίζει κατάλ. -μα (πρβλ. σή-μα, σώ-μα). Οι πιο πιθανές, από μορφολογική άποψη, συνδέσεις της λ. είναι με: αβεστ. pāman- «ονομασία αρρώστιας του δέρματος», αρχ. ινδ. pāman- «αρρώστια του δέρματος», ενώ το αρχ. ινδ. pāpman- «πόνος, λύπη, ταραχή, βλάβη» (κατ' επίδραση του pāpa- «κακός») βρίσκεται από σημασιολογική άποψη πιο κοντά στη λ. πῆμα. Έχει, επίσης, προταθεί η σύνδεση της λ. με ελλ. τύπους όπως ταλαίπωρος, πηρός, πένομαι, πένθος ή με το λατ. patior «πάσχω». Η οικογένεια της λ. πῆμα είναι αρχαϊκή και η χρήση της υποχώρησε νωρίς].