προσκλητήριο
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
Greek Monolingual
το, Ν
1. έγγραφο ή έντυπο σημείωμα ή δελτίο με το οποίο γίνεται μια πρόσκληση (α. «προσκλητήριο χορού
β. «μάς έστειλαν προσκλητήρια για τον γάμο της κόρης τους»)
2. στρ. α) συγκέντρωση στρατιωτικής μονάδας σε παράταξη, με σκοπό τον έλεγχο της παρουσίας τών στρατιωτών («από το προσκλητήριο έλειπαν τρεις»)
β) το ίδιο το σάλπισμα ή η τυμπανοκρουσία με τα οποία καλούνται οι στρατιώτες στην παραπάνω συγκέντρωση («σήμανε προσκλητήριο»)
3. (γενικά) έλεγχος παρουσίας («ο προϊστάμενος γύρισε στα γραφεία και έκανε προσκλητήριο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσκαλώ + επίθημα -τήριο (πρβλ. ειδοποιητήριο). Η λ., στον λόγιο τ. προσκλητήριον, μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν Γαλλοελληνικόν καί Ἑλληνογαλλικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].