στάλιξ

From LSJ
Revision as of 01:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάλιξ Medium diacritics: στάλιξ Low diacritics: στάλιξ Capitals: ΣΤΑΛΙΞ
Transliteration A: stálix Transliteration B: stalix Transliteration C: staliks Beta Code: sta/lic

English (LSJ)

[ᾰ], ῐκος, ἡ, (στέλλω)

   A stake to which nets are fastened, Theoc.Ep.3, AP6.109 (Antip.), Plu.Pel.8, Tryph.222, etc.; distd. from σχαλίς, Opp.C.1.151,157, Poll.5.19,31, 10.141.

German (Pape)

[Seite 929] ικος, ἡ, dor. statt σταλίς; Ep. ad. 666 (VII, 338); ἰθύτονοι, Alc. Mit. 2 (VI, 187); πυρὶ θηγαλέους ὀξυπαγεῖς στάλικας, A ntp. Sid. 17 (VI, 109); S. Emp. adv. phys. 1, 3; Poll. 5, 19.

Greek (Liddell-Scott)

στάλιξ: -ῐκος, ἡ, (√ΣΤΑΛ, στέλλω) πάσσαλος εἰς ὃν δίκτυα προσδένονται, «πάσσαλοι. ξύστραι. στῆλαι» Ἡσύχ., Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 3, Πλουτ. Πελοπ. 8, Ἀνθ. Π. 6. 109, κτλ.· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ σχαλίς, Ὀππ. Κυν. 1. 150, 157, Πολυδ. Ε΄, 19, 31, Γ΄, 141.

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
pieu qui retient les filets des chasseurs.
Étymologie: DELG plutôt ἵστημι que στέλλω.

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
1. πάσσαλος, κυρίως αυτός στον οποίο δένονται τα κυνηγετικά δίχτια
2. (κατά τον Ησύχ.) «στήλη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί είτε από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σταλ- του στέλλω (πρβλ. στήλη) είτε, πιθανότερα, από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι, με υγρό ένθημα -l- και παρέκταση -ι-κ-ς (πρβλ. κλᾴξ < κλāF-ι-κ-ς
βλ. και λ. κλείδα)].

Greek Monotonic

στάλιξ: -ῐκος, ἡ (στᾰλῆναι), πάσαλλος στον οποίο προσδένονται τα δίχτυα, σε Ξεν., Θεόκρ.