άρνυμαι
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
Greek Monolingual
ἄρνυμαι (Α)
1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω
2. αποκτώ, κερδίζω
3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ
4. εκλέγω, προτιμώ
5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα -νυ-, ο οποίος έχει άμεση αντιστοιχία με το αρμεν. άrnum «παίρνω» (αόρ. άri, πρβλ. ηρόμην)
πιθ. συγγένεια με αβεστ. ∂r∂naυ- «παρέχω, χορηγώ», σανσκρ. ŗnō-ti «προσβάλλω, τυγχάνω», αρχ. άνω γερμ. arnōn «αποκτώ». Το ρ. άρνυμαι χρησιμοποιείται στην αρχαία ποίηση και στον Ιπποκράτη με τη σημ. «προσπαθώ να αποκτήσω, προσπαθώ να πετύχω, δέχομαι (δόξα, αμοιβή, πληρωμή)», ενώ λείπει στον αττικό πεζό λόγο, στον οποίο όμως απαντά το ρ. μισθαρνώ («εργάζομαι επί μισθῴ») < φρ. «μισθὸν ἄρνυσθαι»].