αγανακτώ

From LSJ
Revision as of 22:15, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source

Greek Monolingual

και -χτώ και -κτίζω και -χτίζω [Α ἀγανακτῶ (-έω)]
δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι
νεοελλ.
Ι (αμτβ.)
1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ
2. αδημονώ
3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ
(μτβ.)
1. εξοργίζω, εκνευρίζω, εξερεθίζω
2. καταπονώ ψυχικά κάποιον, τον στενοχωρώ
αρχ.
1. (για την επίδραση του ψύχους στο σώμα) αισθάνομαι έντονο ερεθισμό
2. (για το κρασί) υφίσταμαι ζύμωση, βράζω
3. παρουσιάζω εξωτερικά σημεία λύπης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιη, πιθ. < ἀγανέω < ἄγαμαι, ἀγάομαι, εκφραστικός σχηματισμός με θεματική παρέκταση -ακτέω (πρβλ. ὑλάω- ὑλακτέω) ή < ἀγανέκτης, ἀγανάκτης < ἄγαν + ἔχω. Πρβλ. πλεονεκτῶ < πλεονέκτης < πλέον + ἔχω.
ΠΑΡ. ἀγανακτητικός, ἀγανακτητός, ἀγανάκτησις, ἀγανακτικός μσν. ἀγανάκτημα
νεοελλ.
ἀγανακτημένος, ἀγανάκτητος, ἀγαναχτίζω].