ἀποχάζομαι

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχάζομαι Medium diacritics: ἀποχάζομαι Low diacritics: αποχάζομαι Capitals: ΑΠΟΧΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apocházomai Transliteration B: apochazomai Transliteration C: apochazomai Beta Code: a)poxa/zomai

English (LSJ)

   A withdraw from, βόθρου Od.11.05; γραφίδων APl.4.181 (Jul. Aegypt.): abs., ἀποχασθῇ· ἀποθάνῃ, Hsch.:—Act., only in aor. imper. ἀπόχασον· ἀποχώρησον, Id.

German (Pape)

[Seite 335] (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόθρου Od. 11, 95; das act. Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχάζομαι: ἀποθ., ἀποσύρομαι, ἀλλ’ ἀποχάζεο βόθρου, χάζεο ἀπὸ βόθρου, ἀποχώρησον ἀπ’ αὐτοῦ, Ὀδ. Λ. 95· ἀλλὰ τάχος γραφίδων ἀποχάζεο Ἀνθ. Πλαν. 1881. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, «ἀπόχασον, ἀποχώρησον».

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
s’éloigner de, gén..
Étymologie: ἀπό, χάζομαι.

English (Autenrieth)

withdraw from; βόθρου, Od. 11.95†.

Spanish (DGE)

retirarse, alejarse c. gen. βόθρου Od.11.95, γραφίδων AP 16.181 (Iul.Aegypt.), πολέμων Nonn.D.Perioche 57, de la luna ἀποχαζομένη Ὑπερίονος Man.2.483, μελέων Apoll.Met.Ps.37.19, cf. Hsch.
abstenerse de c. inf. βαίνειν Eudoc.Cypr.2.288
euf. por morir Hsch.

Greek Monolingual

ἀποχάζομαι (Α) χάζω, -ομαι]
αποσύρομαι, απομακρύνομαι.

Greek Monotonic

ἀποχάζομαι: αποθ., μόνον στον ενεστ., αποσύρομαι από έναν τόπο, με γεν., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχάζομαι: отступать, отходить (τινος Hom.).