ὀπισθοδάκτυλος

From LSJ
Revision as of 04:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπισθοδάκτῠλος Medium diacritics: ὀπισθοδάκτυλος Low diacritics: οπισθοδάκτυλος Capitals: ΟΠΙΣΘΟΔΑΚΤΥΛΟΣ
Transliteration A: opisthodáktylos Transliteration B: opisthodaktylos Transliteration C: opisthodaktylos Beta Code: o)pisqoda/ktulos

English (LSJ)

ον,

   A with fingers bent backwards, Str.2.1.9.

German (Pape)

[Seite 358] mit zurückgebogenen Fingern, Strab. 2, 1, 9, als fabelhaftes Volk.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους κεκαμμένους πρὸς τὰ ὀπίσω, Στράβ. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux doigts recourbés en arrière.
Étymologie: ὄπισθε, δάκτυλος.

Greek Monolingual

ὀπισθοδάκτυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει τα δάχτυλα λυγισμένα και στραμμένα προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + δάκτυλος.

Greek Monotonic

ὀπισθοδάκτῠλος: -ον, αυτός που έχει τα δάχτυλα των χεριών του λυγισμένα προς τα πίσω, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀπισθο-δάκτῠλος, ον,
with back-bent fingers, Strab.