μορμολύττομαι

From LSJ
Revision as of 00:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορμολύττομαι Medium diacritics: μορμολύττομαι Low diacritics: μορμολύττομαι Capitals: ΜΟΡΜΟΛΥΤΤΟΜΑΙ
Transliteration A: mormolýttomai Transliteration B: mormolyttomai Transliteration C: mormolyttomai Beta Code: mormolu/ttomai

English (LSJ)

only pres. and impf. (exc. aor. 1 part.

   A μορμολυξάμενος Gal.10.106): (μορμώ):—frighten, scare, Ar.Av.1245, Pl.Cri.46c, Ph.2.468; μ. τοὺς φίλους X.Smp.4.27.    II fear, be afraid of, τὸν θάνατον Pl.Ax. 364b.—Act. μορμολύττω is f. l. in Crates Com.8.

Greek (Liddell-Scott)

μορμολύττομαι: ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., πλὴν ὅτι ὁ ἀόρ. α΄ μορμολυξάμενος ἀπαντᾷ παρὰ τῷ Γαλην.· (μορμώ). Ἐκφοβῶ, «σκ~ιάζω», Ἀριστοφ. Ὄρν. 1245, Πλάτ. Κρίτων 46C· μ. τινα ἀπό τινος Ξεν. Συμπ. 4. 27. ΙΙ. φοβοῦμαι, «σκ~ιάζομαι», τι Πλάτ. Αξίοχ. 364Β. - Ὁ ἐνεργ. τύπος μορμολύττω δὲν ἀπαντᾷ, διότι ὁ Meineke διώρθωσε τὰ χωρία ἐν Κράτ. «Ἥρωσιν» 1, ἴδε Κωμ. Ἀποσπ. 4. 658· ἀλλ’ ὁ Φώτ. ἔχει: μορμορύζει: ἐκφοβεῖ παρὰ τὴν Μορμώ.

Greek Monolingual

μορμολύττομαι (ΑΜ)
1. τρομάζω κάποιον, εκφοβίζω, φοβίζω («πότερα Λυδὸν ἢ Φρύγα ταὐτὶ λέγουσα μορμολύττεσθαι δοκεῑς;», Αριστοφ.)
2. φοβάμαι, σκιάζομαι, τρέμω («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφώ με εκφραστική παρέκταση -λυττ- (πρβλ. πομφολύξαι / πομφόλυξ: πομφός, βδε-λύττομαι: βδελυρός, βδέω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. μορμολύττομαι προήλθε με ανομοίωση από μορμορύττομαι (πρβλ. μόρμορος, μορμόρυξις)].

Greek Monotonic

μορμολύττομαι: (μορμώ
I. αποθ., μόνο σε ενεστ. και παρατ., κάνω κάποιον να τρομάξει, φοβίζω, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. φοβάμαι για, τι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μορμολύττομαι: 1) бояться (οἱ μορμολυττόμενοι τὸν θάνατον Plat.);
2) пугать, устрашать (τινα Arph.);
3) отпугивать (τινα ἀπό τινος Xen.).