ἀνένδεκτος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ον,
A inadmissible, impossible, Ev.Luc.17.1, Artem.2.70.
German (Pape)
[Seite 223] unzulässig, unmöglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνένδεκτος: -ον, ἀπαράδεκτος, ἀδύνατος, ἀνένδεκτόν ἐστι μὴ ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 1, Ἀρτεμίδ. 2. 70. ― Ἐπίρρ. -κτως Ν. Χων. θησ. ὀρθοδ. σ. 61, ἔκδ. Μί.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inadmissible, impossible.
Étymologie: ἀ, ἐνδέχομαι.
Spanish (DGE)
-ον
imposible ἀνένδεκτόν ἐστιν τοῦ τὰ σκάνδαλα μὴ ἐλθεῖν es imposible que no haya escándalo, Eu.Luc.17.1, cf. Hsch., ὅταν ᾖ ὁ λεγόμενος ἀριθμὸς τοῦ μὲν ἔμπροσθεν χρόνου ἥττων, πρὸς δὲ τὸν μέλλοντα ἀνένδεκτος cuando el número dicho sea menor que el pasado e imposible para el futuro Artem.2.70 (p.201)
•inconcebible ἐπεὶ ἀνένδεκτόν ἐστι πολλοὺς τύπους κατὰ τὸ αὐτὸ περὶ τὸ αὐτὸ γίνεσθαι porque es inconcebible que muchas improntas puedan quedar impresas simultáneamente en el mismo punto D.L.7.50
•subst. τὸ ἀ.: τὸ ἀνένδεκτον λέγω estoy diciendo lo imposible Chrys.M.60.356.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of the same as ἐνδέχεται; unadmitted, i.e. (by implication) not supposable: impossible.
English (Thayer)
ἀνένδεκτόν (alpha privative and ἐνδεκτος, and this from ἐνδέχομαι, which see), that cannot be admitted, inadmissible, unallowable, improper: ἀνένδεκτόν ἐστι τοῦ μή ἐλθεῖν it cannot be but that they will come, Winer s Grammar, 328 (308); Buttmann, 269 (231)). (Artemidorus Daldianus, oneir. 2,70 ὁ ἀριθμός πρός τόν μέλλοντα χρόνον ἀνένδεκτος (Diogenes Laërtius 7,50), and several times in ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
ἀνένδεκτος, -ον (AM)
απίθανος, αδύνατος («ἀνένδεκτόν ἐστιν μὴ ἐλθεῑν τὰ σκάνδαλα» (Λουκ. 17.1).
Greek Monotonic
ἀνένδεκτος: -ον (ἐνδέχομαι), ανέφικτος, ακατόρθωτος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνένδεκτος: невозможный NT.