βαρύκτυπος

From LSJ
Revision as of 17:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκτῠπος Medium diacritics: βαρύκτυπος Low diacritics: βαρύκτυπος Capitals: ΒΑΡΥΚΤΥΠΟΣ
Transliteration A: barýktypos Transliteration B: baryktypos Transliteration C: varyktypos Beta Code: baru/ktupos

English (LSJ)

ον,

   A heavy-sounding, loud-thundering, epith. of Zeus, h.Cer.3, Hes. Op.79; of Poseidon, Id.Th.818, Pi.O.1.72, Pae.4.41; also of the sea, AP9.753 (Claudian).

German (Pape)

[Seite 434] Ζεύς, furchtbar donnernd, H. h. Cer.; Hes. O. 79; Poseidon, Sc. 318; Th. 818; Pind. Ol. 1, 72 N. 4, 87; übh. laut brausend, πόντος Claudian. 4 (IX, 753).

Greek (Liddell-Scott)

βαρύκτῠπος: -ον, ὁ βαρέως κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· ὡσαύτως τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· ὡσαύτως βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui frappe avec un bruit sourd ou retentissant (ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer).
Étymologie: βαρύς, κτύπος.

English (Slater)

βᾰρύκτῠπος
   1 loud pounding of the sea, and so epith. of Poseidon. βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν (O. 1.72) Ὀρσοτριαίνα ἐν ἀγῶνι βαρυκτύπου (N. 4.87) “τρέω τοι πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε βαρύκτυπον (Pae. 4.41)

Spanish (DGE)

(βᾰρύκτῠπος) -ον
de golpe o ruido grave epít. de Zeus gravitonante Hes.Op.79, Th.388, Sc.318, h.Cer.3, 334, 441, 460, Semon.2.1, de Posidón β. Ἐννοσίγαιος Hes.Th.818, ἄπυεν βαρύκτυπον Εὐτρίαιναν llamaba al dios gravitonante de espléndido tridente Pi.O.1.72, cf. N.4.87, Fr.52d.41, Hsch., πόντος AP 9.753 (Claudianus).

Greek Monolingual

βαρύκτυπος, -ον (Α)
αυτός που βροντάει ή ηχεί βαριά, δυνατά.

Greek Monotonic

βαρύκτῠπος: -ον, αυτός που παράγει βαρύ κτύπο, ήχο, αυτός που βροντά δυνατά, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

βαρύκτῠπος: HH, Hes., Pind., Anth. = βαρυβρεμέτης.