ἐνάρχομαι
μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.
English (LSJ)
fut. -ξομαι prob. in E. (v. infr.):—in sacrifices,
A begin the offering, by taking the barley from the basket, κανᾶ δ' ἐναρχέσθω τις E.IA1470, cf. Men.Sam.7; προχύτας Χέρνιβάς τ' ἐνάρξεται E.IA 955: pf. in pass. sense, κανοῦν δ' ἐνῆρκται Id.El.1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aeschin.3.120. 2 generally, begin, Sammelb.4369(b).23 (iii B.C.), etc.; τῆς θερείας ἐναρχομένης Plb.5.30.7: c. inf., πολεμεῖν ib.1.5; γενειᾶν D.H.6.13: ἐ. τινός make a beginning of, τῆς ἐπιβολῆς Plb.5.1.3; τοῦ λόγου Plu.Cic.35; ὁμιλιῶν engage in, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.9; ἐνῆρκται folld. by a quotation, Apollon.Cit.1: abs., begin to speak, Plu.Cam.32. II later, in Act., hold office, IG12(5).526.5 (Ceos).
German (Pape)
[Seite 830] anfangen, den Anfang mit Etwas machen; τοῦ λόγου Plut. Cic. 35; abs., Cam. 32; τῆς ἐπιβολῆς Pol. 5, 1, 3; περί τινος, Luc. Philops. 39. – Bes. τὰ κανᾶ, das Opfer beginnen, indem man die heilige Gerste, οὐλοχύται, aus den Körben nimmt, Eur. I. A. 1471, vgl. 955 El. 1142; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Aesch. 3, 120.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνάρχομαι: μέλλ. -ξομαι: Ἀποθ.: ― ἐπὶ θυσιῶν, ποιοῦμαι ἔναρξιν τῆς θυσίας λαμβάνων τὴν κριθὴν (οὐλοχύτας) ἐκ τοῦ κανίστρου (κανοῦ), κανᾶ δ’ ἐναρχέσθω τις Εὐρ. Ἰ. Α. 1471· οὕτω, προχύτας χέρνιβάς τ’ ἐνάρξεται αὐτόθι 955: ― πρκμ. μετὰ παθ. σημασ., κανοῦν δ’ ἐνῆρκται ὁ αὐτὸς Ἠλ. 1142· ἐνῆρκται τὰ κανᾶ Αἰσχίν. 70. 31· πρβλ. κατάρχομαι. 2) καθόλου, ἀρχίζω, Πολύβ. κλ.· μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτὸς 5. 1, 5· ἐναρχομένης τῆς θερείας (ἀρχομένης Schweig.) ὁ αὐτ. 5. 1, 3, κτλ. ΙΙ. μεταγεν. τὸ ἐνεργ., 1) ἀρχίζω, ἐνῆρξε θρήνου Ἑβδ. (Σειρ. ΛΗ΄, 16). 2) ἔχω ἀρχήν, ἐξουσίαν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2350.
French (Bailly abrégé)
f. ἐνάρξομαι, pf. ἐνῆργμαι;
commencer, abs. ou τινος,περί τινος commencer qch ; ἐν. τὰ κανᾶ EUR commencer le sacrifice litt. commencer à offrir les corbeilles sacrées ; ἐνῆρκται τὰ κανᾶ ESCHN on a offert les corbeilles, càd le sacrifice est commencé.
Étymologie: ἐν, ἄρχω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [en v. act. POxy.3350.11 (IV d.C.)]
1 en el ritual inaugurar, disponer ceremonial o solemnemente κανᾶ δ' ἐναρχέσθω τις que alguien disponga los cestillos con los objetos del sacrificio E.IA 1470, ἐνάρχεσθαι κανοῦν Men.Sam.222, cf. Pc.998
•perf. pas. estar inaugurado, dispuesto para la ceremonia κανοῦν δ' ἐνῆρκται el cestillo con los objetos para el sacrificio está preparado E.El.1142, ἐνῆρκται ... τὰ κανᾶ Aeschin.3.120
•abs. estar dispuesto el cestillo con los objetos para el sacrificio, procederse a la ceremonia κεράννυται, θυμιᾶτ', ἐνῆρκτ' Men.Sam.674.
2 iniciar, empezar, dar comienzo a c. ac. ἐνάρξομαι [ὕμ] νον daré inicio al himno S.Pae.(b).(1).2, c. gen. τῆς θεραπείης Hp.Mul.2.133, τῆς ἐπιβολῆς Plb.5.1.3, c. inf. πολεμεῖν Plb.5.1.5, κληρονομεῖν LXX De.2.24, γενειᾶν D.H.6.13, λέγειν Vett.Val.288.11, en v. pas. τὸν περίβολον ἐναρχθέντα ὑπὸ Ἀρρουν[τ] ίου ... τελέσασα RECAM 4.94.1 (Iconion, imper.)
•, τῆς θερείας ἐναρχομένης Plb.5.30.7
•estar al comienzo σύ γοῦν ὑπὲρ ἥμισυ τοῦ πίθου ἐκπεπωκὼς ἐνάρχεσθαι ἔτι ἔλεγες Luc.Herm.61.1
•de fenóm. naturales, divisiones temporales comenzar, empezar a producirse ταῖς μεσουρανήσεσι τῆς σελήνης ... ἐναρχόμενος del reflujo de la marea, Eratosth.Fr.Geog.1B.16, τοῦ δὲ ἔαρος ἀρχομένου καὶ τοὺς ὄμβρους ἐνάρχεσθαι Aristobul.35, ἐναρχομένου τ[οῦ Με] χείρ al comienzo del (mes) Mequeir, PTeb.24.36 (II a.C.), cf. LXX Ex.12.18.
3 ref. la palabra comenzar diciendo, hablando c. gen. αὐτὸς ἐναρχόμενος τῶν Καθαρμῶν ... φησιν el propio Empédocles al comienzo de sus «Purificaciones» dice D.L.8.54, cf. S.E.M.7.111, τοῦ περὶ φωνῆς ... τόπου D.L.7.55, cf. Ph.1.106, ἐνήρξατο τοῦ λόγου Plu.Cic.35, ὁμιλιῶν Ath.Med. en Orib.Inc.39.19, seguido de una cita literal οὕτως ἐνῆρ<κ>ται· Μηροῦ δὲ ὀλίσθημα ... comienza diciendo así: «El descoyuntamiento del muslo ...» Apollon.Cit.25, cf. Vett.Val.58.16
•abs. comenzar a hablar Plu.Cam.32.
4 en v. act., admin. estar en un cargo, fungir τοὺς ἐνάρχειν μέλλοντας POxy.l.c.
English (Strong)
from ἐν and ἄρχομαι; to commence on: rule (by mistake for archo).
Greek Monolingual
ἐνάρχομαι (Α)
αρχίζω κάτι, κάνω έναρξη
αρχ.
1. αρχίζω να μιλώ («τοῡ Λουκρητίου μέλλοντος ἐνάρχεσθαι», Πλούτ.)
2. αρχίζω τη θυσία (παίρνω το κριθάρι από το δοχείο) («κανᾱ δ' ἐναρχέσθω τις», Ευριπ.).
Greek Monotonic
ἐνάρχομαι: μέλ. -ξομαι· αποθ., λέγεται για θυσίες, ξεκινώ μια προσφορά, αρχίζω θυσία, προσφορά, παίρνοντας το κριθάρι (οὐλοχύται) από το καλάθι (κανοῦν), σε Ευρ.· παρακ. με Παθ. σημασία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνάρχομαι: начинать, приступать (τινος Polyb., Plut., περί τινος Luc. и ποιεῖν τι Polyb.): ἐ. τὰ κανᾶ Eur., Aeschin. начинать с корзин (священного ячменя), т. е. приступать к жертвоприношению.