ἐνθερμαίνω

From LSJ
Revision as of 14:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθερμαίνω Medium diacritics: ἐνθερμαίνω Low diacritics: ενθερμαίνω Capitals: ΕΝΘΕΡΜΑΙΝΩ
Transliteration A: enthermaínō Transliteration B: enthermainō Transliteration C: enthermaino Beta Code: e)nqermai/nw

English (LSJ)

   A heat, in Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, S.Tr.368.

German (Pape)

[Seite 842] darin erwärmen, ἐντεθέρμανται πόθῳ, Soph. Tr. 367, von Liebesverlangen durchglüht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθερμαίνω: θερμαίνω: - Παθ., εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ, ἐὰν εἶναι ἔνθερμοι ἐκ πόθου, Σοφ. Τρ. 368: πρβλ. ἐνθάλπω.

French (Bailly abrégé)

seul. pf. Pass. 3ᵉ pl. ἐντεθέρμανται;
échauffer dans fig.
Étymologie: ἐν, θερμαίνω.

Greek Monolingual

ἐνθερμαίνω)
1. θερμαίνω υπερβολικά
2. μτφ. εμπνέω πόθο σε κάποιον («εἴπερ ἐντεθέρμανται πόθῳ», Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐνθερμαίνω: θερμαίνω, ζεσταίνω, πυρώνω — Παθ., ἐντεθέρμανται πόθῳ, είναι θερμοί από πάθος, σε Σοφ.

Middle Liddell


to heat:—Pass., ἐντεθέρμανται πόθῳ is heated by passion, Soph.