ἐπικατέχω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
English (LSJ)
A detain, D.H.9.60, Luc.Herm.23, Arg. Cratin. in POxy.663.39; restrain, ὀργήν D.Chr.3.34.
German (Pape)
[Seite 947] (s. ἔχω), daran, darüber festhalten, D. Hal. 9, 60 Luc. Hermot. 23.
French (Bailly abrégé)
retenir encore.
Étymologie: ἐπί, κατέχω.
Greek Monolingual
ἐπικατέχω (Α)
1. κρατώ επίμονα
2. (απλώς) κατέχω, κρατώ
3. συγκρατώ, αναχαιτίζω, δαμάζω.
Greek Monotonic
ἐπικατέχω: συγκρατώ, κωλύω, εμποδίζω, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικατέχω: (еще) удерживать, задерживать (ἐ. καὶ κλαυθμυρίζεσθαι Luc.).