μεταίτης

From LSJ
Revision as of 06:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταίτης Medium diacritics: μεταίτης Low diacritics: μεταίτης Capitals: ΜΕΤΑΙΤΗΣ
Transliteration A: metaítēs Transliteration B: metaitēs Transliteration C: metaitis Beta Code: metai/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A beggar, Ph.2.516, Luc.Nec.15 (s.v.l.), Artem. 3.53.

German (Pape)

[Seite 147] ὁ, der Bettler, Luc. Necyom. 15.

Greek (Liddell-Scott)

μεταίτης: -ου, ὁ, ἐπαίτης, Λουκ. Νεκυομαντ. 15, Ἀρτεμίδ. 3. 53· ― παρὰ Σουΐδ. ὑπάρχει καὶ τύπος μέταιτος, περὶ οὗ λέγει: «μέταιτος, προσαίτης, ἐπαίτης», ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 133, πρβλ. καὶ τὴν λέξιν, προΐκτης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mendiant.
Étymologie: μεταιτέω.

Greek Monolingual

μεταίτης και, κατά το λεξ. Σούδα, μέταιτος, ὁ (Α) μεταιτώ
επαίτης, ζητιάνος.

Greek Monotonic

μεταίτης: -ου, ὁ, ζητιάνος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταίτης: ου ὁ просящий подаяния, нищий Luc.