παράπληκτος
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
English (LSJ)
Dor. παρά-πλακτος, ον,
A frenzy-stricken, χείρ S.Aj.230 (lyr.) ; ὀμφά Melanipp.4.4 ; mad, LXX De.28.34. II = foreg., π. τὰ δεξιὰ ἢ τὰ ἀριστερά Hp.Aër. 10.
German (Pape)
[Seite 494] verrückt, wahnsinnig, wüthend; χείρ, Soph. Ai. 226; vgl. Melanippid. bei Ath. X, 429 c. – Gew. = Vorigem, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
παράπληκτος: -ον, μαινόμενος, μανικός, χεὶρ Σοφ. Αἴ. 230· ὀμφὰ Μελάνιππ. 4. 4. ΙΙ. = τῷ παραπληκτικός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 287.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé de démence.
Étymologie: παραπλήσσω.
Greek Monolingual
-η, -ο / παράπληκτος, -ον, δωρ. τ. παράπλακτος, -ον, ΝΜΑ παραπλήσσω
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από παραπληγία, παραπληγικός
μσν.
(το ουδ. ως επίρρ.) παράπληκτον
με μανιώδη τρόπο, με μανία
αρχ.
1. μανιακός, παράφρονας, τρελός
2. αυτός που έχει προσβληθεί από παραπληγία («τοὺς δὲ παραπλήκτους γίνεσθαι τὰ δεξιὰ ἤ τὰ ἀριστερά», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
παράπληκτος: -ον (πλήσσω), πληγμένος από μανία, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
παράπληκτος: пораженный безумием, неистовый (χείρ, sc. Αἴαντος Soph.).