κατάπονος

From LSJ
Revision as of 07:00, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπονος Medium diacritics: κατάπονος Low diacritics: κατάπονος Capitals: ΚΑΤΑΠΟΝΟΣ
Transliteration A: katáponos Transliteration B: kataponos Transliteration C: kataponos Beta Code: kata/ponos

English (LSJ)

ον,

   A tired, wearied, ἀθλητής Plu. Sull.29; worn out, exhausted, of cattle, PLond.3.1170v462 (iii A. D.); ὑπ' ἀλλήλων Plu.Alc.25.    II laboured, of poetry or works of art, Id.Tim.36; wearisome, λατρεία LXX 3 Ma.4.14; κ. βάρος Phld.D. 3.13.

German (Pape)

[Seite 1371] ermüdet, geschwächt; Plut. Sull. 29 Alcib. 25; τῆς δυνάμεως ὑπερπόνου γενομένης καὶ καταπόνου Fab. 19; a. Sp.; mühselig, beschwerlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπονος: -ον, καταπεπονημένος, ἐξηντλημένος, καθάπερ ἔφεδρος ἀθλητὴς καταπόνῳ προσενεχθεὶς Πλουτ. Σύλλ. 29· ὑπό τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 25. ΙΙ. κοπιώδης, ἐπίπονος, πόνους προξενῶν, ὀχληρός, λατρεία Μακκαβ. 3. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fatigué, épuisé.
Étymologie: κατά, πόνος.

Greek Monolingual

κατάπονος, -ον (Α)
1. καταπονημένος, κουρασμένος, κατάκοπος
2. εξασθενημένος, εξαντλημένος
3. (για ποίηση ή έργα τέχνης) επεξεργασμένος
4. επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πονος (< πόνος), πρβλ. επί-πονος, σύμ-πονος].

Greek Monotonic

κατάπονος: -ον, κουρασμένος, κατάκοπος, εξουθενωμένος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάπονος: ослабленный, изнуренный, надломленный (τὴν ψυχήν Plut.): ποιεῖν ἀμφοτέρους καταπόνους ὑπ᾽ ἀλλήλων Plut. предоставить обеим сторонам ослаблять друг друга; τῆς δυνάμεως ὑπερτόνου γενομένης καὶ καταπόνου Plut. когда силы перенапряглись и (затем) надорвались.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατά-πονος -ον afgemat:. ἀθλητὴς κατάπονος een uitgeputte atleet Plut. Sull. 29.1. waaraan veel moeite is besteed.