κέλωρ
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
English (LSJ)
ωρος, ὁ,
A son, poet. word in E.Andr.1033 (lyr.), Lyc.495, al., Puchstein Epigr.Gr.p.76, etc. 2 eunuch, Hsch. II = φωνή, βοή Id., PMasp.151.249 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 1416] ωρος, ὁ, der Sohn; Eur. Andr. 1033; Lycophr. 495 u. öfter. Nach Hesych. auch ἡ κ., = φωνή, vgl. Lob. Paral. p. 220.
Greek (Liddell-Scott)
κέλωρ: -ωρος, ὁ υἱός, ἔγγονος, ποιητ. λέξ. ἐν Εὐρ. Ἀνδρ. 1033, Λυκ. 495, κτλ.· ὁ δὲ Δινδ. θέλει τὴν διόρθωσιν: Ζηνὸς κέλωρ’ (ἀπαλειφομένου τοῦ Ἡρακλέους) ἐν Σοφ. Τρ. 854. ΙΙ. = φωνή, βοή, Ἡσύχ.· ἐντεῦθεν κελωρύω, κραυγάζω, βοῶ, ὁ αὐτ.·-«κελωρύσας, φωνήσας, βοήσας» Φώτ.
French (Bailly abrégé)
ωρος (ὁ) :
fils, rejeton.
Étymologie: κέλομαι.
Greek Monolingual
κέλωρ, -ωρος, ὁ (Α)
1. γιος («Αγαμέμνονος κέλωρ», Ευρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) ευνούχος
3. (επίσης κατά τον Ησύχ. και σε πάπ.) φωνή, βοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «γιος» η λ. προέρχεται πιθ. από κέρωρ, με ανομοίωση (ΙΕ ρίζα ker- «αυξάνω») και συνδέεται με λατ. Ceres «θεά Δήμητρα» και αρμεν. ser «φυλή, καταγωγή». Με τη σημ. «ευνούχος» η λ. κέλωρ < κέρωρ, με ανομοίωση, οπότε συνδέεται με το ρ. κείρω «κουρεύω, ξυρίζω». Με τη σημ. «φωνή, βοή» κ.λπ. συνδέεται με το ρ. κελαρύζω].
Greek Monotonic
κέλωρ: -ωρος, ὁ, γιος, σε Ευρ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
κέλωρ: ωρος ὁ сын (Ἀγαμεμνόνιος Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέλωρ -ωρος, ὁ zoon.