φιλολογέω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A love learning, pursue learning, study, Sopat.6.6, Plu. 2.133b, Cat.Mi.6, Arr.Epict.3.10.10:—Pass., τὰ φιλολογηθέντα learned discourses, Plu.2.612e; ἅλις ὑπὲρ τῆς . . τῶν σχημάτων χρήσεως . . τοσαῦτα πεφιλολογῆσθαι Longin.29.2.
German (Pape)
[Seite 1281] eigtl. das Reden lieben; gew. Gelehrsamkeit u. Literatur lieben u. treiben, über gelehrte u. literarische Gegenstände sprechen od. schreiben, gelehrte Gespräche führen, gelehrte Kenntnisse haben, Plut. Cat. min. 6, oft, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλολογέω: ἀγαπῶ τὴν μάθησιν καὶ τὰ γράμματα, σπουδάζω περὶ τοὺς συγγραφεῖς, Λατιν. studere, Πλούτ. 2. 133Β, Κάτων Νεώτ. 6. ― Παθ., τὰ φιλολογηθέντα, τὰ χρησιμεύσαντα ὡς ὑπόθεσις λόγου πλήρους μαθήσεως, Πλούτ. 2. 612Ε· ― ῥηματ. ἐπίθετ. φιλολογητέον, Κλήμ. Ἀλεξ. 219.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 litt. aimer la parole, les discours, particul. la littérature ou l’érudition;
2 s’occuper de littérature ou d’érudition, disserter en gén. : τὰ φιλολογηθέντα PLUT sujets de dissertation.
Étymologie: φιλόλογος.
Greek Monotonic
φιλολογέω: μέλ. -ήσω, αγαπώ τη μάθηση ή τη μελέτη, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
φιλολογέω: любить или вести ученые беседы (φ. παρὰ δεῖπνον Plut.): τὰ φιλολογηθέντα Plut. научные вопросы, темы ученых бесед.