ἀρτίζω

From LSJ
Revision as of 20:10, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίζω Medium diacritics: ἀρτίζω Low diacritics: αρτίζω Capitals: ΑΡΤΙΖΩ
Transliteration A: artízō Transliteration B: artizō Transliteration C: artizo Beta Code: a)rti/zw

English (LSJ)

pf.

   A ἤρτικα PMag.Leid.W.10.42:—get ready, prepare, AP10.25 (Antip.), PMag.l.c.:—Med., χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.13.43; πρός τι D.S.14.20:—Pass., πρός τι CIG3601.9 (Ilium), S.E.M.11.208.

German (Pape)

[Seite 362] fertig machen, bereiten, ὕμνοις Antp. Th. 18 (X, 25); med., Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theocr. 13, 43.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίζω: μέλλ. -ίσω (*ἄρω) κοσμῶ, παρασκευάζω, Ἀνθ. Π. 10. 25· ὡσαύτως κατὰ μέσ., χορὸν ἀρτίζοντο Θεόκρ. 13. 43, πρβλ. Διοδ. 14. 20. - Παθ., πρός τι Συλλ. Ἐπιγρ. 3601. 9, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 208.

French (Bailly abrégé)

arranger, mettre en état;
Moy. ἀρτίζομαι m. sign.
Étymologie: ἄρτιος.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. med. sin aum. ἀρτίζοντο Theoc.13.43]
1 tr. en v. med. y act. disponer Νύμφαι χορὸν ἀρτίζοντο Theoc.l.c.
τὸν ἐμὸν βασιλῆα ... εὖ δ' ὕμνοις ἄρτισον dispón a mi príncipe favorable a mis himnos, AP 10.25 (Antip.)
disponer, preparar c. gen. de atracción ἐκ τῶν ξ' ἀνθέων, ὧν ἤρτικες de las seis flores que tienes preparadas, PMag.13.433.
2 intr. en v. med. hacer preparativos, tomar medidas πρὸς τὴν μέλλουσαν πρόσοδον IIl.10.27, 29 (I a.C.), πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον D.S.14.20, cf. S.E.M.11.208
abs. POxy.1669.4 (III d.C.).

Greek Monolingual

ἀρτίζω (Α)
παρασκευάζω, ετοιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτι, αν δεν πρόκειται για παράλληλο μορφολογικό σχηματισμό του αρτέομαι «ετοιμάζομαι» (πρβλ. κομίζω-κομώ, αιτίζω-αιτώ)].

Greek Monotonic

ἀρτίζω: μέλ. -ίσω (*ἄρω), ετοιμάζω, προετοιμάζω, σε Ανθ.· ομοίως, σε Μέσ., σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίζω: устраивать, подготовлять (πρὸς τὸ τῆς τύχης ἄδηλον ἀρτισάμενος Diod.; med. χορόν Theocr.): τινά τινι ἵλαον ἀρτίσαι Anth. расположить кого-л. в чью-л. пользу.

Middle Liddell

[*ἄρω]
to get ready, prepare, Anth.: so in Mid., Theocr.