προσκαρτέρησις

From LSJ
Revision as of 00:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαρτέρησις Medium diacritics: προσκαρτέρησις Low diacritics: προσκαρτέρησις Capitals: ΠΡΟΣΚΑΡΤΕΡΗΣΙΣ
Transliteration A: proskartérēsis Transliteration B: proskarterēsis Transliteration C: proskarterisis Beta Code: proskarte/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A perseverance, patience, Phld.Rh.1.11 S., Ep.Eph.6.18.

German (Pape)

[Seite 767] ἡ, Beharrlichkeit, Ausdauer bei Etwas, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαρτέρησις: ἡ, τὸ προσκαρτερεῖν, Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. ςϳ, 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
constance, assiduité.
Étymologie: προσκαρτερέω.

English (Strong)

from προσκαρτερέω; persistancy: perseverance.

English (Thayer)

προσκαρτερησεως, ἡ, (προσκαρτερέω), perseverance: Λεξ. ἀθης. under the word).

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσκαρτερῶ
καρτερία και επιμονή σε κάτι («ἀγρυπνοῡντες ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει καὶ δεήσει περὶ πάντων τῶν ἁγίων», ΚΔ.).

Greek Monotonic

προσκαρτέρησις: ἡ, προσμονή, εγκαρτέρηση, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

προσκαρτέρησις: εως ἡ постоянство, стойкость (ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσκαρτέρησις -εως, ἡ [προσκαρτερέω] volharding, voortduring. ἐν πάσῃ προσκαρτερήσει voortdurend NT Eph. 6.18.

Middle Liddell

προσκαρτέρησις, εως, [from προσκαρτερέω
perseverance, NTest.