πόσθη
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ,
A membrum virile, Id.Nu.1014. II foreskin, Dsc.4.153, Ruf.Onom.102, Orib.Fr.84.
German (Pape)
[Seite 687] ἡ, das männliche Glied, Ar. Nubb. 1001 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πόσθη: ἡ, (ἴδε πέος) τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Νεφ. 1014· ἡ ἀκροβυστία, Διοσκ. 4. 157· ― ἐντεῦθεν τὸ ὑποκορ. πόσθιον, τό, Ἀριστοφ. Θεσμ. 254, 515· καὶ πόσθων, ωνος, ὁ, (πόσθη) κυρίως ὁ ἔχων μεγάλην πόσθην, κοινῶς «ψωλαρᾶς», Λουκ. Λεξιφ. 12· κωμικὴ λέξις ἐπὶ μικροῦ παιδίου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1300· οὕτω, ποσθαλίσκος, ὁ, ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 291· πρβλ. Θετταλίσκος, κωραλίσκος.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
membre viril, particul. le prépuce, le gland.
Étymologie: DELG v. πέος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
το δέρμα που καλύπτει τη βάλανο του πέους, η ακροβυστία («τὸ δέρμα δ' ἐπὶ πέρατι τοῡ καυλοῡ, τὴν νῡν πόσθην ὀνομαζομένην», Γαλ.)
νεοελλ.
ανατ. το δέρμα που καλύπτει το πέος
αρχ.
το πέος, το ανδρικό μόριο («πυγὴν μεγάλην πόσθην μικράν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα ποσ- της ρίζας πεσ- του πέος με εκφραστικό επίθημα -θη (πρβλ. σά-θη, κύσ-θος)].
Greek Monotonic
πόσθη: ἡ (βλ. πέος), ανδρική μεμβράνη, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πόσθη: ἡ membrum virile Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πόσθη -ης, ἡ [~ πέος] pik:. ἕξεις ἀεὶ... πόσθην μικράν je zult altijd een kleine pik hebben Aristoph. Nub. 1014.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: the male member (Ar. Nu. 1014), also foreskin (medic.).
Other forms: Cf. ἀκροβυστία bel.
Derivatives: Dimin. πόσθιον n. (Hp., Ar.); -ία f. foreskin (Ph.), metaph. stye on the eyelid (medic.); shortened from ἀκρο-ποσθ-ία (s.bel.; Scheller Oxytonierung 43 n. 2) ?; -ων, -ωνος m. provided with π., vulgar designation of a boy (Ar. Pax 1300; meaning unclear in Luc. Lex. 12); also PN (for it Βόσθων [Halicarn.]?; Masson Beitr. z. Namenforsch. 10, 162) like -ίων, -ύλος; id., with familiar λ-enlargement, -αλίων (Dor. inscr. around 200a); s. Taillardat Rev. de phil. 87, 249f.; -αλίσκος = -ων (Ar. Th. 291; coni. Dindorf, agreeing Taillardat l.c.). -- Compound ἀκρο-ποσθ-ία f. (Hp., Arist.) -ιον n. (Poll., Ruf.) foreskin; for this ἀκροβυστία f. id., coll. the uncircumcised = heathendom (LXX, NT), prob. with euphemistic folketymology after βύω (EM 53, 47, Blass-Debrunner $ 120, 4).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Of old conncted with πέος; ποσ- is then explained from πέ[σ]-ος with ablaut. For the ending cf. σάθη, also κύσθος a.o. (Specht Ursprung 252). Other proposals by Sandsjoe Adj. auf -αιος 100 n. 1 (cf. Schwyzer 425 Zus. 2) and by Szemerényi Arch. Linguist. 5, 13 ff. (IE *ghu̯osdh-ā, to which also, through Illyr. intermediary, OCS gvozdь nail, Lat. hasta bar, javelin, OIr. bot penis[?]). -- If ἀκρο-βυστία contains the same word in a different shape, the word is Pre-Greek, which is quite possible for a word of this meaning.