ἐνεχυράζω

From LSJ
Revision as of 21:55, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνεχῠράζω Medium diacritics: ἐνεχυράζω Low diacritics: ενεχυράζω Capitals: ΕΝΕΧΥΡΑΖΩ
Transliteration A: enechyrázō Transliteration B: enechyrazō Transliteration C: enechyrazo Beta Code: e)nexura/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω D.47.79 (but -χυρῶ LXX De.24.17):—take a pledge from one, τινός Lexap.D.21.10: metaph., ἡ φύσις ἐ. τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δὲ ἀκοήν Pl.Ax.367b.    2 c. acc. rei, take in pledge, D.24.197; ἐ. ὁ νόμος τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aeschin.3.21, cf. LXXDe. 24.6, al., D.H.6.29, PPetr.3pp.56,69: abs., Plb.6.37.8 (ἐνεχυριάζων codd.):—Pass., τὰ χρήματα ἐνεχυράζομαι I have my goods seized for debt, Ar.Nu.241:—Med., have security given one, take it for oneself, τόκου for interest, ib.35; seize as a pledge, Id.Ec.567.

German (Pape)

[Seite 839] von Einem ein Pfand zur Sicherheit nehmen; ἡ φύσις ἐνεχυράζει τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δἑ ἀκοήν Plat. Ax. 367 b, sie nimmt als Pfand dem Einen sein Gesicht, dem Andern sein Gehör; τὰς οὐσίας τῶν ὑπευθύνων Aesch. 3, 21; übh. auspfänden, Dem. 21, 10 u. öfter; διάκονον 24, 179, als Pfand wegnehmen; Sp., wie LXX.; pass., ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα, ich werde ausgepfändet, mein Vermögen wird mir als Pfand weggenommen, Ar. Nubb. 241; – verpfänden, τὰς οἰκίας D. Hal. 6, 29. – Im med., sich von Einem ein Pfand geben lassen, ἐνεχυράσονται τόκου, für den Zins, Ar. Nubb. 35, vgl. Eccl. 567.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνεχῠράζω: μέλλ. -άσω, λαμβάνω ἐνέχυρον παρά τινος, μήτε ἐνεχυράσαι, μήτε, κτλ., Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, πρβλ. Πλάτ. Ἀξ. 367Β. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., λαμβάνω τι ὡς ἐνέχυρον, καὶ διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν Δημ. 762. 4, Αἰσχίν. 56. 42, Διον. Ἁλ. 6. 29· ἀπολ., Πολύβ. 6. 37, 8 (ἔνθα κακῶς κεῖται ἐνεχυριάζων): - Παθ., τὰ χρήματ’ ἐνεχυράζομαι, ἡ περιουσία μου καταλαμβάνεται ὡς ἐνέχυρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 241: - Μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., λαμβάνω τι ὡς ἐνέχυρον, χἄτεροι τόκου ἐνχυράσασθαί φασιν, καὶ ἕτεροι λέγουσιν ὅτι θὰ κατάσχωσι τὴν περιουσίαν μου ὡς ἐνέχυρον τοῦ τόκου, αὐτόθι 35· μὴ ἐνεχυραζόμενον φέρειν ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 567.

French (Bailly abrégé)

prendre un gage ; Pass. ἐνεχυράζομαι τὰ χρήματα mes biens sont pris en gage;
Moy. ἐνεχυράζομαι se faire donner un gage, une garantie, prendre un gage.
Étymologie: ἐνέχυρον.

Spanish (DGE)

(ἐνεχῠράζω)
• Grafía: cret. graf. ἐνεκ- ICr.4.43Ba.8, 81.14 (ambas Gortina V a.C.)

• Morfología: act. pres. inf. ἐνεκυράδδεν ICr.4.43Ba.8, 75C.6 (Gortina V a.C.); aor. ind. 3a sg. sin aum. ἐνεχύρασεν LXX Ez.18.16, 3a plu. c. aum. ἠνεχύρασαν LXX Ib.24.3; pas. perf. part. sin aum. ἐνεχυρασμένος I.AI 4.269, c. aum. ἠνεχυρασμένος I.AI 1.308
jur.
1 c. ac. de cosa
a) tomar en prenda, tomar como garantía, embargar cautelarmente bienes, incl. esclavos, esp. para forzar la devolución de un préstamo o el pago de los intereses διάκονον, εἴ τις ἐχρῆτο, ταύτην ἐνεχυράζειν D.24.197, καὶ ὅ τι ἂν ἐνεχυράσηται ἢ εἰσπράξηται Πραξικλῆς todo bien que Praxicles haya tomado en prenda o se haya quedado mediante procedimiento de ejecución, IG 12(7).67.65 (Arcesine IV/III a.C.), βοῦν LXX Ib.24.3, cf. De.24.6, τὰς τούτων οἰκίας μηδένα ἐξεῖναι μήτε πωλεῖν μήτ' ἐνεχυράζειν D.H.6.29, tb. en previsión de corrupción por parte de magistrados pendientes de rendición de cuentas ἐνεχυράζει τὰς οὐσίας ὁ νομοθέτης τὰς τῶν ὑπευθύνων Aeschin.3.21
en v. pas. μὴ 'νεχυραζόμενον φέρειν Ar.Ec.567, τὰ διεγγυήματα ἐνε[χ] υρασθήσεται πρὸς τὰ ὀφειληθησόμενα UPZ 112.4.19 (III a.C.), χιτὼν καὶ ἱμάτιον ... ἐνεχυρασμένα PEnteux.38.3 (III a.C.), οἰκέτης Ath.612c
c. ac. de cosa y ac. int. ἐὰν δὲ ἐνεχύρασμα ἐνεχυράσῃς τὸ ἱμάτιον τοῦ πλησίου si tomas en prenda el manto de tu prójimo LXX Ex.22.25
c. ac. de cosa y gen. de la pers. embargada ἠνεχύρασεν διὰ σοῦ ... Λολλιανή ... τοῦ ὑποχρέου αὐτῆς ... οἰκ[ία] ν Loliana embargó por mediación tuya a su deudor una casa, PCol.265.7 (III d.C., cf. BL 11.65), en sent. fig. ὡς ὀβολοστάτις ἡ φύσις ἐπιστᾶσα ἐνεχυράζει τοῦ μὲν ὄψιν, τοῦ δὲ ἀκοήν comportándose cual usurera la naturaleza toma en prenda a uno la vista, a otro el oído Pl.Ax.367b;
b) en uso abs. tomar garantías, aplicar un embargo ἐνεχυράσων ἦλθον ἐπὶ τὴν οἰκίαν τὴν τοῦ Θεοφήμου D.47.79, οἱ παρανόμως ἐνεχυράσαντες ILampsakos 9.26 (II a.C.), cf. SEG 39.1180.115 (Éfeso I d.C.), c. gen. de pers. μὴ ἐξεῖναι μήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου Ley en D.21.10, en v. med. mismo sent. χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσεσθαί φασιν y otros (acreedores) amenazan con tomar garantías sobre los intereses Ar.Nu.35.
2 c. ac. de pers. embargar, exigir prendas de, aplicar un embargo a ἐμοῦ γὰρ οὐθὲν ὀφείλοντος τῷ βασιλεῖ ... ἐνεχυράζει με PEnteux.87.3 (III a.C.), cf. UPZ 15.14 (II a.C.), ἠνεχύραζες δὲ τοὺς ἀδελφούς σου διὰ κενῆς LXX Ib.22.6, en v. pas., c. ac. de rel. τὰ χρήματ' ἐνεχυράζομαι Ar.Nu.241
en part. ὁ ἐνεχυραζόμενος el embargado, el dador de la prenda, PRyl.115.17 (II a.C.), κἂν μὲν εὔπορος ᾖ ὁ ἠνεχυρασμένος, κατεχέτω τοῦτο μέχρι τῆς ἀποδόσεως ὁ δεδανεικώς I.AI 4.269.

Greek Monolingual

ἐνεχυράζω (Α) ενέχυρον
1. παίρνω ως ενέχυρομήτε ἐνεχυράσαι μήτε λαμβάνειν ἕτερον ἑτέρου», Δημ.)
2. μέσ. παίρνω ασφάλεια, ασφαλίζομαι για κάτι («χἄτεροι τόκου ἐνεχυράσασθαί φασιν», Αριστοφ.)
3. παθ. φρ. «ένεχυράζομαι τά χρήματα» — μού παίρνουν τα πράγματα ως ενέχυρο.

Greek Monotonic

ἐνεχῠράζω: μέλ. -άσω (ἐνέχῠρον
1. παίρνω ως ενέχυρο από κάποιον, τινός, σε Νόμ. παρά Δημ.
2. με αιτ. πράγμ., παίρνω κάτι ως ενέχυρο, σε Δημ., Αισχίν. — Παθ., υπόκειμαι σε κατάσχεση, η περιουσία μου κατάσχεται, λαμβάνεται ως ενέχυρο, σε Αριστοφ. — Μέσ., μου παρέχεται εγγύηση, παίρνω κάτι ως ενέχυρο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνεχῠράζω: брать в залог (τί τινος Plat., Aeschin., Dem.): τὰ χρήματ᾽ ἐνεχυράζομαι Arph. мое имущество берут в залог (в обеспечение долгов); med. ἐνεχυράσασθαι τόκου Arph. взять залог в обеспечение уплаты процентов.

Middle Liddell

fut. άσω [ἐνέχῠρον]
1. to take a pledge from one, τινός Lex ap. Dem.
2. c. acc. rei, to take in pledge, Dem., Aeschin.:—Pass. to have one's goods seized for debt, Ar.:—Mid. to have security given one, take it for oneself, Ar.