κεφαλαιώδης

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφαλαιώδης Medium diacritics: κεφαλαιώδης Low diacritics: κεφαλαιώδης Capitals: ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΗΣ
Transliteration A: kephalaiṓdēs Transliteration B: kephalaiōdēs Transliteration C: kefalaiodis Beta Code: kefalaiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A capital, principal, Stoic.2.75, Luc.DMort.20.1: Comp., νόμοι Ph.2.183, cf. Luc.Salt.61, Hierocl. in CA27p.484M.: Sup., Hp.Decent.6, Luc.Pseudol.10; τὸ -ῶδες the general character summed up in a definition, Arr.Epict.2.12.9.    II summary, ἐξήγησις Plb.2.14.1; ὑπογραφή D.H.2.72. Adv. -δῶς Arist.Rh.1415b8, Metaph.988a18, Plb.1.13.1, D.H.Comp.8, etc.: Sup. -έστατα Epicur.Ep.1p.31U.

German (Pape)

[Seite 1427] ες, der Hauptsache nach, summarisch; ὅσα κεφαλαιώδη μάνθανε Luc. D. Mort. 20, 1; a. Sp.; κεφαλαιωδέστερος Luc. salt. 61; vgl. noch Lob. zu Phryn. 271. – Adv. κεφαλαιωδῶς, Arist. rhet. 3, 14. 19; Pol. 1, 13, 1; häufig bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλαιώδης: -ες, (εἶδος) κύριος, πρῶτος, ὁ κυριώτατος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 1· ἐν τῷ συγκρ., π. Ὀρχ. 61, Ψευδολ. 10· τὸ κ., τὸ οὐσιῶδες καὶ κύριον περιληπτικῶς ἐκτιθέμενον ἐν ὁρισμῷ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 12, 9. ― Ἐπίρρ. -δῶς, περιληπτικῶς, ἐν περιλήψει, ὡς τὸ ἐν κεφαλαίῳ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 8, Μ. τὰ Φυσ. 1. 7, 1. ― Συγκρ. ἐπίρρ. κεφαλαιοδεστέρως Τζέτζ. Σχόλ. εἰς Ἑρμογ. ἐν Κραμήρου Ἑλλ. Ἀν. τομ. 4. σ. 100, 1.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
sommaire;
Cp. κεφαλαιωδέστερος.
Étymologie: κεφαλαῖος, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, -ώδες) κεφάλαιον
αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση της υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε», Λουκιαν.)
αρχ.
1. σύντομος, βραχύς («χρήσιμον εἶναι κεφαλαιώδη μὲν ποιήσασθαι τὴν ἐξήγησιν», Πολ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεφαλαιῶδες
αυτό το οποίο τίθεται περιληπτικά σε ορισμό ως πιο ουσιώδες.
επίρρ...
κεφαλαιωδῶς (Α κεφαλαιωδῶς)
κατά τρόπο κεφαλαιώδη, περιληπτικά («ἐπὶ βραχύ καὶ κεφαλαιωδῶς προεκθεμένους», Πολ.).

Greek Monotonic

κεφᾰλαιώδης: -ες (εἶδος), αρχικός, κύριος, πρώτιστος, σε Λουκ.· επίρρ. -δῶς, συνοπτικά, περιληπτικά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλαιώδης: главный, основной, важнейший (κεφαλαιώδη μανθάνειν Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεφαλαιώδης -ες [κεφαλή] belangrijkst; subst. τὰ κεφαλαιώδη hoofdzaken; adv. κεφαλαιωδῶς samenvattend.