κοπίς
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
English (LSJ)
(B), ίδος, ἡ, (κόπτω)
A chopper, cleaver, Hermipp.46 (anap.), Ar. Fr.138, S.Fr.894, D.S.12.24, etc.; νερτέρων κ., prob. for κόνις, S.Ant. 602 (lyr.); broad curved knife, used by the Thessalians, E.El.837; by Orientals, X.Cyr.2.1.9, 6.2.10: as Adj., κ. μάχαιρα E.Cyc.241: metaph., of Phocion, ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κ. D.ap.Plu.Phoc.5. 2κόπις (parox.) κέντροιο κ. sting of a scorpion, Nic.Th.780; cf. κόπιες· κέντρα ὀρνίθ<ε>ια, Hsch. II among the Lacedaemonians, feast given on certain festivals to strangers, Cratin.164, Eup.138, Philyll.16.
German (Pape)
[Seite 1482] ἡ, Schlachtmesser, Opfer-, Kuchen-, Henkermesser; μάχαιρα, Eur. Cycl. 240; Ar. bei Poll. 10, 104; vgl. Ath. IV, 169 b; μαγειρική Plut. Lyc. 2 u. sonst; φονία Add. 3 (VI, 228); – der kurze, krumme Säbel der Barbaren, bes. der Perser, Xen. Cyr. 2, 1, 9 u. öfter; Plut. Alex. 16; neben ἀκινάκης, Aristid. 18; vgl. Curt. 8, 14; αἱμαλέαι, Leon. Tar. 23 (VI, 129); – übertr. nennt Demosthenes den Phocion ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπίς, Plut. Phoc. 5; – κέντροιο κοπίς, vom Stachel des Skorpions, Nic. Ther. 780. – Bei den Lacedämoniern hieß so eine gewisse Mahlzeit, die man an einem Feste Fremden vorsetzte, Eupol. u. Cratin. Ath. IV, 138 e, vgl. Polemo ib. II, 56 a.
Greek (Liddell-Scott)
κοπίς: -ίδος, ἡ, (κόπτω) μάχαιρα ἀξινοειδὴς τοῦ μαγειρείου, Τουρκ. «σατῆρι», Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 1, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 184, κτλ., πρβλ. θήγω ΙΙ· πλατεῖα κυρτὴ μάχαιρα ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Θεσσαλοῖς, Εὐρ. Ἑλ. 837· καὶ παρὰ τοῖς ἀνατολικοῖς ἔθνεσι, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 9., 6. 2, 10 (πρβλ. σάγαρις)· ὡσαύτως, κ. μάχαιρα Εὐρ. Κύκλ. 241· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 602, ἴδε καταμάω· ― ὁ Δημ. συνείθιζε νὰ καλῇ τὸν Φωκίωνα ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπίς, Πλουτ. Φωκ. 5. ΙΙ. κέντροιο κ., τὸ κέντρον σκορπίου, Νικ. Θηρ. 780. ΙΙ. παρὰ τοῖς Λακεδαιμονίοις, ἑστίασις τῶν ξένων κατά τινας ἑορτάς, ἐν τῇ κοπίδι θοινᾶσθαι καλῶς Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1, Εὔπολ, ἐν «Εἵλωσιν» 1, Φιλύλλιος ἐν «Πόλεσιν» 7.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 couteau de sacrifice ou de cuisine;
2 épée courte et tranchante des Orientaux.
Étymologie: R. Κοπ, v. κόπτω.
Greek Monolingual
κοπίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. κοπίδα.
Greek Monotonic
κοπίς: -ίδος, ἡ (κόπτω), μπαλντάς, τσεκούρι, χαντζάρα, μεγάλο κυρτό μαχαίρι, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κοπίς: ίδος ἡ1) нож (μαγειρική Plut.; φονία Anth.): κ. μάχαιρα Eur. = μάχαιρα;
2) сабля (преимущ. персидская) Xen., Plut., Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπίς -ίδος, ἡ [κόπτω] (groot) mes:; μαγειρικῇ κοπίδι πληγεὶς ἀπέθανε hij stierf door een steek met een keukenmes Plut. Lyc. 2.6; adj.: κοπίδας... μαχαίρας hakmessen Eur. Cycl. 241. zwaard, sabel ( spec. Perzisch); overdr.: ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν daar is de sabel van mijn redevoeringen (nl. Phocion) Plut. Phoc. 5.9.