Πυανέψια
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
Greek (Liddell-Scott)
Πυᾰνέψια: (ἐξυπακ. ἱερά), τά, Ἀθηναϊκή τις ἑορτὴ κατὰ τὸν μῆνα Πυανεψιῶνα ἀγομένη εἰς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος· λέγεται δὲ ὅτι ὠνομάσθη οὕτως ἐπειδὴ ἔτρωγον κατ’ αὐτὴν ἔδεσμά τι παρασκευαζόμενον ἐκ κυάμων ἢ (κατ’ ἄλλους) ἐξ ἐκλελεπισμένης κριθῆς καὶ ὀσπρίων καὶ ψηνόμενον (πύανον ἔψειν), Πλουτ. Θησ. 22, Ἀθήν. 408Α· «πυανέψια, οἷον κυαμέψια, διὰ τὸ πυάμους πρότερον τοὺς κυάμους καλεῖσθαι» Εὐστ. 1283, 11. Ὁ τύπος πυανόψια, τά, μνημονεύεται παρὰ τῷ Ἁρπ., πρβλ. πυανεψιών· καὶ ὁ Σουΐδ δὲ παρατηρεῖ ὅτι εἰς ἄλλα μέρη τῆς Ἑλλάδος ἡ ἑορτὴ ἐκαλεῖτο πανόψια, πρβλ. καὶ Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
fête des Pyanepsies, en l’honneur d’Apollon, à Athènes, ainsi nommée parce qu’on y mangeait une bouillie de fèves et autres légumes.
Étymologie: πύανος, ἕψω.
Greek Monolingual
και Πυανόψια, τὰ, Α
αττική γιορτή κατά τη συγκομιδή τών οσπρίων, με ευετηριακό χαρακτήρα προς τιμήν του Απόλλωνος, της Σκιράδος Αθηνάς και αργότερα και του Διονύσου, κατά την οποία παρασκεύαζαν και έτρωγαν φαγητό από κουκιά — τους πυάμους ή, αργότερα, κυάμους — και άλλα όσπρια μαζί με κοπανισμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύανος «έδεσμα από βρασμένο σιτάρι» + ἕψω «ψήνω»].
Greek Monotonic
Πυᾰνέψια: (ενν. ἱερά), τά, Πυανέψια, Αθηναϊκή γιορτή κατά τον μήνα Πυανεψιώνα (Πυανεψιών), προς τιμή του Απόλλωνα· λέγεται ότι ονομάστηκαν έτσι από τη συνήθεια να μαγειρεύουν κατά τη γιορτή όσπρια (πύανον ἕψειν), σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
Πυᾰνέψια: τά (sc. ἱερά) пианепсии (афинский праздник варки бобов в честь Аполлона и Афины, в 7-й день месяца пианепсиона) Plut.
Middle Liddell
(sc. ἱερά), the Pyanepsia, an Athenian festival in the month Πυανεψιών, in honour of Apollo; said to be so called from the custom of cooking beans at the feast (πύανον ἕψειν), Plut.