ψυκτικός

From LSJ
Revision as of 09:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυκτικός Medium diacritics: ψυκτικός Low diacritics: ψυκτικός Capitals: ΨΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psyktikós Transliteration B: psyktikos Transliteration C: psyktikos Beta Code: yuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A = ψυκτήριος, cooling, τὰ ψ. refrigerants, Hp.Aph.7.37; ψ. δύναμις, opp. θερμαντική, Epicur.Fr.60; ψ. φασὶν εἶναι τὸν οἶνον ib.59, cf. Plu. 2.652f, 691b (Sup.), etc.    II bringing difficulty (cf. ψῦξις 111), embarrassing, ὁ χρόνος ἔσται -κὸς εἰς πάντα Heph.Astr.2.29.

German (Pape)

[Seite 1402] = Vorigem, kühlend, abkühlend, δύναμις, Ggstz der θερμαντική, Plut. adv. Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ψυκτικός: -ή, -όν, (ψύχω) = ψυκτήριος, ὁ ἐπιφέρων ψῦξιν, παράγων ψῦχος, τὰ ψυκτικὰ, δροσιστικά, ἀναψυκτικά, Ἱππ. Ἀφορ. 1259, Πλούτ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
rafraîchissant;
Sp. ψυκτικώτατος.
Étymologie: ψύχω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψυκτικός, -ή, -όν, ΝΑ ψύχω (II)]
αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» — οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις
β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός
τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την επισκευή ψυκτικών εγκαταστάσεων και συσκευών
2. φρ. α) «ψυκτική εγκατάσταση»
τεχνολ. εγκατάσταση που περιλαμβάνει ψυκτικούς θαλάμους και ψυκτικά μηχανήματα σε συνδυασμό με τα σχετικά βοηθητικά όργανα και η οποία χρησιμεύει για τη συντήρηση σε χαμηλές θερμοκρασίες ευαλλοίωτων τροφίμων, φαρμακευτικών κ.ά. προϊόντων
β) «ψυκτική μηχανή»
φυσ. μηχανή που απορροφά τη θερμότητα από μια ψυχρή δεξαμενή θερμότητας για να τήν αποδώσει στη συνέχεια σε άλλη δεξαμενή θερμότητας, η οποία όμως έχει υψηλότερη θερμοκρασία
γ) «ψυκτικό υγρό»
τεχνολ. εξαιρετικά πτητικό υγρό το οποίο μέσω της εξαέρωσής του επιφέρει ψύξη στις ψυκτικές εγκαταστάσεις
δ) «ψυκτικός θάλαμος»
τεχνολ. ο χώρος κατάψυξης σε μια συσκευή ή εγκατάσταση
ε) «ψυκτικά μίγματα»
τεχνολ. μίγματα ουσιών με τα οποία επιτυγχάνεται παρατεταμένος υποβιβασμός της θερμοκρασίας του χώρου στον οποίο βρίσκονται
στ) «ψυκτική ισχύς»
(θερμοδ.) η ανά μονάδα χρόνου αφαιρούμενη μέσω ψυκτικής εγκατάστασης ποσότητα θερμότητας
ζ) «ψυκτικό κύκλο»
(θερμοδ.) ακολουθία θερμοδυναμικών διεργασιών κατά τις οποίες αφαιρείται θερμότητα από μέσο χαμηλής θερμοκρασίας και αποδίδεται σε μέσο υψηλότερης θερμοκρασίας
η) «ψυκτικός συμπιεστήρας» — βλ. συμπιεστήρας
θ) «ψυκτικό μέσο»
(θερμοδ.) ρευστό το οποίο υποβάλλεται σε διεργασίες ψυκτικού κύκλου
ι) «ψυκτικός τόννος»
μετρολ. μονάδα ψυκτικής ισχύος
αρχ.
1. μτφ. αυτός που προκαλεί δυσχέρειες
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ψυκτικά
αντιπυρετικά φαρμακευτικά παρασκευάσματα.

Russian (Dvoretsky)

ψυκτικός: ψύχω охлаждающий (φάρμακον Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυκτικός -ή -όν [ψύχω] verkoelend.