συναναστρέφω

From LSJ
Revision as of 01:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναστρέφω Medium diacritics: συναναστρέφω Low diacritics: συναναστρέφω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: synanastréphō Transliteration B: synanastrephō Transliteration C: synanastrefo Beta Code: sunanastre/fw

English (LSJ)

   A turn back together, intr., J.BJ5.2.2, Plu.Galb.10, 25.    II Pass. and Med., live together, associate with, τινι D.S.3.58, Plu.Lyc.17, Hierocl.p.58 A.; τοῖς πολίταις καλῶς SIG534.8 (Delph., iii B.C.); μοχθηρῶς φίλοις Carneisc.Herc.1027.13, cf. Phld.Rh.1.377 S.:—so in Act., Agatharch.42.    2 wrestle with, τινι LXX Ge. 30.8.

German (Pape)

[Seite 1000] mit oder zugleich zurückkehren, Plut. Galb. 10. – Pass. mit Einem umgehen, τινί, Plut. Lyc. 17.

Greek (Liddell-Scott)

συναναστρέφω: ἀναστρέφομαι, στρέφομαι πρὸς τὰ ὀπίσω ὁμοῦ, ἀμεταβ., Πλουτ. Γάλβ. 10. 25. ΙΙ. Παθ καὶ μέσ., ὡς καὶ νῦν, ἀναστρέφομαι ὁμοῦ μετά τινος, τινι Διόδ. 8. 58, Πλουτ. Λυκοῦργ. 17˙ καὶ οὕτως ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 168D. 2) ἀγωνίζομαι κατά τινος, συνανεστράφην τῇ ἀδελφῇ μου καὶ ἠδυνάσθην Ἑβδ. (Γέν. Λ΄, 8).

French (Bailly abrégé)

1 revenir ensemble en arrière;
2 avoir des relations avec, vivre parmi;
Moy. συναναστρέφομαι (ao. συνανεστρεψάμην, ao.2 Pass. συνανεστράφην);
1 avoir des relations avec, vivre parmi;
2 lutter avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναστρέφω.

Greek Monolingual

ΜΑ
βλ. συναναστρέφομαι.

Greek Monotonic

συναναστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφομαι προς τα πίσω, αναστρέφομαι από κοινού, αμτβ., σε Πλούτ.
II. Παθ. και Μέσ., ζω μαζί με ή ανάμεσα σε άλλους, με δοτ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συναναστρέφω: 1) вместе поворачивать назад, возвращаться Plut.;
2) med.-pass. (aor. 2 συνανεστράφην) находиться в связи, жить вместе, общаться (τινί Diod., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αναστρέφω act. intrans. samen terugkeren, samen teruggaan. med.-pass. omgaan (met), omgang hebben (met), met dat. Plut. Lyc. 17.1

Middle Liddell

fut. ψω
I. to turn back together, intr., Plut.
II. Pass. and Mid. to live along with or among others, c. dat., Plut.